Συνέντευξη με τον Τάσο Κατσαρο, συγγραφέα των βιβλίων “Οι αντάρτες δεν προσκυνούν (μάχες του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη)” και “Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος”, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διάδοση.
Από το δεύτερο τεύχος (Ιούνης 2018) της έντυπης παρέμβασης δρόμου της Ταξικής Αντεπίθεσης “Έφοδος στον Ουρανό”.
– Έχεις γράψει δυο βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο, αλλά με τα μάτια όχι στραμμένα προς το παρελθόν αλλά προ το μέλλον. Τι θεωρείς πως έχει να μας διδάξει στην παρούσα ιστορική στιγμή η ιστορική εμπειρία της αντίστασης ενάντια στην τριπλή κατοχή αρχικά κι έπειτα ενάντια στον μοναρχοφασισμό και τον βρετανικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό;
Καταρχήν θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία που μου κάνατε στην καινούργια αυτή δημιουργία της έντυπης παρέμβασης στην πόλη και εύχομαι αυτή η παρέμβαση να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα στους στόχους που βάζετε.
Πολύ σωστά είπατε πως οι δύο ιστορικές μου έρευνες έχουν ως στόχο το να κατορθώσουμε να σχεδιάσουμε κομμάτια από το μέλλον. Και βέβαια, τα βιβλία αυτά είναι στρατευμένα στην υπόθεση της εργατικής τάξης.
Το ότι εντάσσονται στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς δεν σημαίνει πως κρύβονται κάποια ιστορικά γεγονότα ή πως αλλοιώνονται κάποια άλλα. Απλά θεωρώ πως, όπως στην τέχνη και στη διανόηση, έτσι και στην ιστορική έρευνα υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Αυτοί που γράφουν για να κάνουν τον κόσμο να θυμάται και αυτοί που γράφουν για να κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Και οι μεν και οι δε είναι στρατευμένοι, σε διαφορετικά όμως στρατόπεδα. Οι δεύτεροι, οι θιασώτες της Τέχνης για την Τέχνη, που απαξιώνουν, όπως λένε, τη στρατευμένη Τέχνη και θεωρούν τους εαυτούς τους ελεύθερους και ανεξάρτητους, που δημιουργούν ανεπηρέαστοι τα έργα τους, είναι αυτοί που τους ανοίγονται οι πόρτες διάπλατα σε επιδοτήσεις από Ευρωπαϊκά προγράμματα και υπουργεία. Οι παραπάνω είναι στρατευμένοι στο πλευρό των καπιταλιστών, διότι επιδιώκουν να κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Υπό αυτήν την έννοια, αν και εγώ έκανα μια καταγραφή των δολοφονιών της κατοχικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη και κατέληγα στο συμπέρασμα ότι είναι κακή η βία από όπου και αν προέρχεται, χωρίς να εξετάσω σοβαρά τις αιτίες και τα συμφέροντα που οδηγούσαν τους ανθρώπους στη βία, θα κατατασσόμουν και εγώ ανάμεσα σε όσους επιδιώκουν τη λήθη.
Η άλλη κατηγορία, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι της τάξης μας, οι εργάτες του πνεύματος που δεν θεωρούν τον εαυτό τους κάτι διαφορετικό από το σύνολο της τάξης, παλεύουν δυστυχώς μόνοι, χωρίς να έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια πολιτιστική συλλογικότητα, πόσο μάλλον να ενταχθούν σε μία πολιτική. Αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι άγνωστοι ακόμη και σε εμάς, προσπαθούν εξατομικευμένα να συνδυάσουν το κομμάτι της επιβίωσης με αυτό της δημιουργίας της προλεταριακής τέχνης. Είναι αυτοί που αγωνίζονται για να κάνουν τους ανθρώπους να θυμούνται.
Θεωρώ πως το ότι εμείς σήμερα υπάρχουμε έχοντας διαμορφωμένη μια αντικαθεστωτική και επαναστατική κουλτούρα έχει ακριβώς να κάνει με τους πολύ σημαντικούς αγώνες που έδωσαν οι πολιτικοί μας πρόγονοι την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου.
Με βάση λοιπόν αυτές τις δύο ιστορικές έρευνες που έκανα, είναι εντυπωσιακό κανείς να δει το τι σημαντική δουλειά είχαν κάνει οι άνθρωποι του παράνομου ΚΚΕ, όχι μόνο την περίοδο της κατοχής αλλά και δύο δεκαετίες πριν. Προφανώς, δεν αναφέρομαι μονάχα στον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος που την κρίσιμη στιγμή της κατοχής έφτιαξε τις κατάλληλες δομές και οργανώσεις όπως την Εθνική Αλληλεγγύη (Ε.Α.) και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) που έσωσαν τον κόσμο απ’ την πείνα. Αλλά, θα πρέπει να δούμε τα αίτια που εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι κατάφεραν να φτιάξουν και να καθοδηγήσουν ένα απ’ τα δυνατότερα αντιφασιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Οι αιτίες κατά τη γνώμη μου ήταν τρεις: Η πρώτη ήταν ότι το κόμμα είχε τον κατάλληλο μηχανισμό που κατάφερε να λειτουργήσει μέσα σε συνθήκες παρανομίας. Βέβαια κι άλλες υπεραριστερές οργανώσεις είχαν τέτοιους μηχανισμούς χωρίς όμως να κατορθώσουν να επηρεάσουν τις μάζες. Η δεύτερη αιτία που είναι και η ουσιαστική είναι ότι οι παλιοί κομμουνιστές της δεκαετίας του ’20 και ’30 είχαν σαν συνείδηση ότι θα πρέπει να βρίσκονται και να δουλεύουν μέσα στις μάζες, είτε αυτές ήταν εργατικές είτε φτωχές αγροτικές. Αυτό συνέβαινε διότι και οι ίδιοι ήταν εργάτες και έβλεπαν τι ήταν καλό για την τάξη τους και αυτό προωθούσαν. Ήταν δίπλα στους φτωχούς αγρότες με κατεστραμμένη τη σοδειά να τους υπερασπιστούν από τους φοροεισπράκτορες όταν αυτοί έρχονταν να εισπράξουν τον φόρο και τους έτρεπαν σε φυγή. Πρωτοστατούσαν οι ίδιοι άνθρωποι στη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών. Οι πρωτοπόροι κομμουνιστές εργάτες είχαν συνείδηση πως αν δεν πάρεις το σύνολο της τάξης με το μέρος σου, δεν μπορείς να πας μακριά. Θα περιθωριοποιηθείς. Και για να πάρεις το σύνολο της τάξης σου θα πρέπει να δεις τα δικά σου ατομικά συμφέροντα ίδια με τα συμφέροντα των υπολοίπων της τάξης. Για αυτό καθόντουσαν υπομονετικά μετά τη δουλειά στις εργατικές λέσχες και μαζί με τους εργάτες διαμόρφωναν τα αιτήματα που θωρούσαν ότι ήταν εφικτά για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών. Οι ίδιοι πρωτοπόροι εργάτες ήταν αυτοί που οργάνωναν εργατικές λέσχες και βιβλιοθήκες για την αυτομόρφωση των εργατών γιατί είχαν συνείδηση ότι σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους οι άνθρωποι αλλάζουν τόσο τη ζωή όσο και την ίδια τους τη συνείδηση. Έτσι, οι κομμουνιστές του μεσοπολέμου δουλεύοντας ασταμάτητα για το χτίσιμο του κόμματος και των οργανώσεών του περίμεναν την ιστορική ευκαιρία για να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι. Και αυτή η στιγμή ήρθε με την ιταλική εισβολή και τη γερμανική κατοχή, όπου η λούμπεν αστική τάξη της Ελλάδας είτε το έσκασε από τη χώρα αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να πεθάνουν από την πείνα είτε συνεργάστηκε ανοιχτά με τους φασίστες κατακτητές για να διατηρήσει τα προνόμιά της. Έτσι, οι Έλληνες κομμουνιστές αξιοποιώντας σωστά αυτό το κενό εξουσίας μπήκαν μπροστά και δημιούργησαν ένα από τα σημαντικότερα αντιφασιστικά κινήματα στην Ευρώπη.
Τρίτη και εξίσου σημαντική αιτία ήταν η προϋπόθεση να μη διαλυθεί το κόμμα με τις οργανώσεις του που ήταν η μήτρα όλης αυτής της δημιουργίας αυτής της νέας κατάστασης. Όσο σημαντικό ήταν για τους κομμουνιστές και το λαό να μη διαλυθεί το ΚΚΕ, άλλο τόσο σημαντικό ήταν για το αστικό κράτος να το διαλύσει. Από το 1929 με τη θέσπιση του “ιδιώνυμου” από τον Βενιζέλο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974.
Οι προσπάθειες αυτές γίνονταν με πολλούς τρόπους και με όλα τα μέσα. Κάποιο γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και μου το εξιστόρησε κάποιος παλιός αντάρτης και μετέπειτα πολιτικός κρατούμενος είναι: Τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα του Εμφυλίου, το κράτος έβαλε τους χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους σε κοινές ακτίνες με τους ποινικούς με σκοπό, όπως μου είχε πει, να τους χαλάσουν. Να γίνουν οι πολιτικοί, ποινικοί. Να, όμως, που το κόμμα είχε φτιάξει ισχυρές δικλίδες αυτοπροστασίας, που όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλά όπως μου είπε ο αγωνιστής όταν έβλεπαν κάποιον καλό άνθρωπο μικροποινικό, κατάφερναν αυτοί να τον πάρουν μαζί τους. Τότε ήταν που το κράτος αποφάσισε να χωρίσει τις ακτίνες σε ποινικούς και πολιτικούς. Και πάνω σε αυτό ένα γεγονός που μου εξιστόρησε ο ίδιος αγωνιστής και έχει να κάνει με το ήθος και την ακεραιότητα του επαναστάτη είναι: θα πρέπει να ήταν αρχές του ’50 στις φυλακές της Αίγινας όταν διατάσσονται από τη διεύθυνση της φυλακής να βγουν έξω στο προαύλιο όλοι οι κρατούμενοι, πολιτικοί και ποινικοί, για να γίνει έλεγχος στα κελιά. Γρήγορα έγινε κατανοητό απ’ όλους ότι είχε γίνει κάποια κλοπή στη φυλακή. Βγαίνουν έξω οι δεσμοφύλακες με τον διευθυντή πρώτο και χωρίζουν πολιτικούς από ποινικούς. Ο διευθυντής που ήταν γνωστός για την απάνθρωπη συμπεριφορά του διατάζει του δεσμοφύλακες να ψάξουν. Ξεκινούν αμέσως οι φύλακες τον έλεγχο μόνο στις πτέρυγες των ποινικών. Τότε, πετάγεται ο αρχηγός τους και με ένα παράπονο αδικημένου ρωτάει δυνατά: «Γιατί μόνο εμάς και όχι αυτούς;». και ο διευθυντής απαντά αφρισμένος από τη λύσσα με ένα αίσθημα ηττημένου ανθρώπου που έχει χάσει τα πάντα: «Γιατί αυτοί δεν κλέβουνε, ρε… Δεν κλέβουνε!».
Υπό αυτή την έννοια, οι παλιοί αγωνιστές θεωρούσαν πως ήταν τιμή τους να συμμετέχουν στο κόμμα γιατί γνώριζαν ότι υπηρετούσαν ανιδιοτελώς την τάξη τους και μέσα απ’ αυτή την οργάνωση, διαμορφώνονταν και οι ίδιοι πιο ολοκληρωμένοι και σωστοί άνθρωποι. Αυτό το ήθος, αυτή η ηθική υπεροχή της Αριστεράς, που κατάφερε τότε να μη διαλυθεί, είναι αυτό που πιστεύω πως χρειάζεται για τη δημιουργία του καινούριου που θα αντικαταστήσει τη σημερινή παρακμή στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
– Υπάρχει εδώ και χρόνια μια απόπειρα απονοηματοδότησης από την ΕΕ της ημέρας της αντιφασιστικής νίκης των λαών (9η Μάη), που έχει οριστεί ως “ημέρα της Ευρώπης”. Ταυτόχρονα από τους ίδιους κύκλους επιχειρείται η ανιστόρητη εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού, ενώ σε πολλές χώρες ο κομμουνισμός ποινικοποιείται και τίθεται εκτός νόμου. Πως μπορούμε να αντισταθούμε απέναντι σ΄ αυτήν την ιδεολογική επίθεση του κεφαλαίου, που λειτουργεί συμπληρωματικά με την υλική επίθεση που δέχονται οι καταπιεσμένοι;
Στις 9 Μαΐου του 1950 ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν καλούσε τη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλες δυτικές χώρες τότε να ενώσουν την παραγωγή τους στον άνθρακα και τον χάλυβα δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για το σχηματισμού αυτού που σήμερα λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε).
Δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία όπου το σύστημα προσπαθεί να επισκιάσει σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα ώστε να αναστρέψουν την πραγματικότητα. Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής. Απ’ την προσπάθεια επαναφομοίωσης του Τσε, του Άρη ως και της ίδιας της ρώσικης επανάστασης πρόσφατα. Ο στόχος είναι προφανής. Να καταστήσουν ακίνδυνα όλα τα παραπάνω σύμβολα, τοποθετώντάς τα οριστικά στο μουσείο της ιστορίας. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες προχωρούν και στην παραχάραξη της ιστορίας εξισώνοντας τον ναζισμό με τον κομμουνισμό. Άλλωστε όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον.
Για να αντισταθούμε σ’ αυτήν την ιδεολογική και πολιτική επίθεση θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να στοχεύουμε στην πολιτική οργάνωση της τάξης μας σε όλα τα πεδία, όπως κι αυτό της μάχης με την ιστορική μνήμη.
Ένα κομμάτι όπου πιστεύω πως το κίνημα υστερεί σημαντικά και θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά είναι το ζήτημα της γλώσσας. Σήμερα, ούτε η «ξύλινη», οικονομίστικη γλώσσα του παρελθόντος, ούτε η καταθλιπτική αναρχική, όπου κανείς μπορεί να διακρίνει εύκολα τα πολιτικά αδιέξοδα του συγκεκριμένου χώρου, μπορούν πλέον να συγκινήσουν κανέναν. Το γλωσσικό σύστημα είναι η κατοικία της εξουσίας που αναλαμβάνει να μεταδώσει τα μηνύματά της και να τα επιβάλει στις μάζες. Για εμάς ο εξανθρωπισμός της γλώσσας πρέπει να βαδίζει μαζί με τον εξανθρωπισμό των ανθρώπων. Σήμερα, μαζί με την παρακμή του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος βιώνουμε και την παρακμή της ριζοσπαστικής σκέψης.
Όπως αναφέρει ένας από τους εξεγερμένους του Μάη του ’68, ο Μ. Καγιατί: «η εξουσία δεν δημιουργεί τίποτα, μόνο επαναφομοιώνει. Οι λέξεις που δημιούργησαν μέχρι χτες την επαναστατική κριτική είναι σαν τα όπλα που άφησαν οι παρτιζάνοι στα πεδία των μαχών, που περνούν στα χέρια της αντεπανάστασης, όπως οι αιχμάλωτοι πολέμου, υποτάσσονται στο καθεστώς των καταναγκαστικών έργων. Από τη στιγμή που απομακρύνεται η πρακτική αυτή θεώρηση, τότε αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επαναφομοίωση της επαναστατικής θεωρίας από την πλευρά του συστήματος». Και οι άνθρωποι του θεάματος, όπως και οι διανοούμενοι του συστήματος, αναλαμβάνουν να διαβρώσουν με τον τρόπο που αυτοί γνωρίζουν καλά το προλεταριάτο και την επαναστατική του θεωρία.
Τις τελευταίες δεκαετίες το σύστημα κατόρθωσε να κατακερματίσει τη γλώσσα και να την υποβιβάσει σε μια ψευδοεπικοινωνιακή γλώσσα – εμπόρευμα, που δημιουργεί ανεστραμμένη πραγματικότητα, κάνοντας την αλήθεια ψέμα και το ψέμα αλήθεια. Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα οφείλει να δημιουργήσει τη δική του αισθητική, χρησιμοποιώντας μια πλούσια γλώσσα που σήμερα το σύστημα επιδιώκει να εξαφανίσει μαζί με την επικοινωνία των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια με τους υπολογιστές και τα smart – phones οι νέοι άνθρωποι έχουν πάψει ακόμη και να μιλούν.
Οι επαναστάτες του σήμερα αν θέλουν να πρωταγωνιστήσουν στο πολιτικό – ιστορικό γίγνεσθαι πέρα του ότι θα πρέπει να μελετούν πολιτική ιστορία, φιλοσοφία, πολιτική οικονομία, οφείλουν να γίνουν άριστοι γνώστες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έτσι θα κατορθώνουν να διαβάζουν σωστά το τι κρύβει μια πολιτική δήλωση για να μπορούν να το εξηγούν και να το μεταλαμπαδεύουν και στους υπόλοιπους ανθρώπους.
Continue reading “Αγωνιζόμαστε για να κάνουμε τους ανθρώπους να θυμούνται”: Συνέντευξη του συγγραφέα Τάσου Κατσαρού στην “Έφοδο στον Ουρανό”.