Η συσπείρωση διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων και συλλογικοτήτων γύρω από το αίτημα χορήγησης άδειας στον επαναστάτη Δ. Κουφοντίνα είναι μια διαδικασία αναπόφευκτης πάλης και σύγκρουσης με τους πιο κρίσιμους κόμβους πρόσδεσης της αστικής στρατηγικής.
Κι αυτό γιατί η Ε.Ο 17Ν δεν περιόρισε τη στρατηγική και τις ενέργειές της σε μία ένοπλη μεν, άσφαιρη δε σε περιεχόμενα και διακυβεύματα κριτική. Κι αυτό στην πολιτική δεν είναι κάτι αφαιρετικό ή υποκειμενικό, αλλά μεταφράζεται σε λαϊκή επιδοκιμασία.
Κι αυτό είναι που το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ο ντόπιος αστισμός ή αλλιώς Λ.Μ.Α.Τ όπως την ονόμαζε η οργάνωση, και οι διεθνείς μεγαλοκαπιταλιστές εκπρόσωποι του ιμπεριαλισμού δε θα συγχωρήσουν ποτέ.
Για πολλές δεκαετίες ο φάκελος της οργάνωσης σύμφωνα με πρώην πράκτορες της CIA βρισκόταν πάντα πρώτος από τις υπόλοιπες προτεραιότητες της αμερικάνικης πρεσβείας στα ελληνικά εδάφη.
Το καλοκαίρι του 2002, μετά την έκρηξη βόμβας στα χέρια του αγωνιστή Σάββα Ξηρού και τα βασανιστήρια στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός από μεικτά κλιμάκια Ελλήνων, Βρετανών και Αμερικάνων πρακτόρων, μέχρι και σήμερα, 15 χρόνια ύστερα, με τις διαδικασίες φίμωσης και λογοκρισίας του πολιτικού κρατούμενου Δ. Κουφοντίνα, ο πόλεμος ενάντια στην οργάνωση παραμένει συνεχής και αδιάλλειπτος. Και σε αυτόν τον πόλεμο, ο σύντροφος κρατά ψηλά τη σημαία του αγώνα και την αξιοπρέπεια της επαναστατικής αριστεράς. Γιατί στην ουσία παραμένει αμετακίνητος στις αρχές και τις αξίες της κομμουνιστικής παράδοσης, συνεχίζοντας τη δράση της οργάνωσης ακόμη και μετά την έκρηξη βόμβας στον Πειραιά. Γιατί όπως δείχνει η ιστορία, η δράση μιας πολιτικής οργάνωσης δεν περιορίζεται στις εχθροπραξίες εναντίον του εχθρού, αλλά ολοκληρώνεται όταν η στάση των αγωνιστών αποτελεί έμπνευση και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές.
Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης του αγωνιστή μέσω της παρουσίασής του στη ΓΑΔΑ αποτέλεσε κορυφαία πράξη αντίστασης απέναντι στην στρατηγική απομυθοποίησης και εξευτελισμού της οργάνωσης, που εκπονήθηκε από συντεταγμένο το πολιτικό τόξο και διευκολύνθηκε από τις καταδοτικές και ντροπιαστικές καταθέσεις διαφόρων συλληφθέντων εκείνης της περιόδου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο αγωνιστής θυσίασε την ατομική του ελευθερία και με πρωτόγνωρη ανιδιοτέλεια ανέλαβε την πολιτική εκπροσώπηση της οργάνωσης μέσω της ανάληψης πολιτικής ευθύνης. Αυτή η κίνηση ήταν πράξη αντίστοιχης πολιτικής σημασίας και βαρύτητας με τη γενέτειρα πράξη της οργάνωσης το 1975, όταν ο αμερικάνος σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα, Ρίτσαρντ Γουέλς έπεφτε νεκρός από τα πυρά της οργάνωσης. Από το διάστημα εξάρθρωσης της οργάνωσης μέχρι και σήμερα ο Δ. Κουφοντίνας αποτελεί και τον μοναδικό πολιτικό εκπρόσωπό της. Κι αυτή η στάση του είναι που δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη μανία και εκδικητικότητα στους διώκτες του. Ειδικά σε μια συγκυρία όπως η σημερινή που σε ένα σημαντικό βαθμό τα πιο μαχητικά και πολιτικά προωθημένα τμήματα του κινήματος φαίνεται να αντιλαμβάνονται την επικαιροποίηση του λόγου της οργάνωσης στο σήμερα και να εμπνέονται από την σεμνότητα και το υψηλό πολιτικό επίπεδο του συντρόφου.
Είναι σήμερα λοιπόν που η αστική στρατηγική θα επιχειρήσει περισσότερο από ποτέ σε συνθήκες μνημονιακής κυριαρχίας και εξαίρεσης δικαιωμάτων των πολιτικών κρατούμενων να ξεδοντιάσει τα κοινωνικά ερείσματα και τη λαϊκή συμπάθεια που επανεμφανίζεται προς την οργάνωση. Προχωρώντας πραξικοπηματικά και πρωταγωνιστώντας στο αγαπημένο του σκοτάδι, το διαπλεκόμενο σύστημα εκβιάζει ωμά με όρους γκάνγκστερ σκηνοθέτες, πρυτάνεις, ακαδημαϊκούς, διανοούμενους. Απαγορεύει θεατρικές παραστάσεις, σφραγίζει πανεπιστημιακές σχολές, φιμώνει και λογοκρίνει το κίνημα αλλελεγγύης για την απελευθέρωση του αγωνιστή, σαμποτάροντας τη διεκδίκηση του δικαιώματός για άδεια.
Γιατί το κράτος δεν διεκδικεί μονάχα το μονοπώλιο στην άσκηση βίας και επιβολής. Διεκδικεί επίσης το μονοπώλιο στην παραγωγή σκέψης και ιδεολογίας.
Γιατί το ερώτημα για το πολιτικό σύστημα δεν είναι εάν δικαιούται άδεια ο πολιτικός κρατούμενος Δ. Κουφοντίνας, αλλά εάν αποκηρύσσει τη δράση της οργάνωσης και τον “αναπόφευκτα” βίαιο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της φτώχειας και της εξαθλίωσης, οι γκάνγκστερ της διαπλοκής, αυτοί οι οποίοι επέβαλλαν πρωτόγνωρα μέτρα λιτότητας σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης απαιτούν το τέλος της αντίστασης και τον ιδεολογικό και επιχειρησιακό αφοπλισμό όσων ακόμα αγωνίζονται. Αλλά και τη σιωπή στο δημόσιο λόγο.
Αυτοί που από τη μία μειώνουν τους μισθούς, τις συντάξεις και τα επιδόματα της πείνας και από την άλλη παρέχουν το μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό (2,4% του ΑΕΠ) από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης για στρατιωτικές δαπάνες και συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Είναι οι ίδιοι που απειλούν με τελεσίγραφα στην φυλακή τον αγωνιστή ότι, εάν παρέμβει τηλεφωνικά σε εκδήλωση, θα τιμωρηθεί μη μπορώντας για 2 έτη να καταθέσει τα χαρτιά του για άδεια. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της πείνας που δε διστάζουν σε περιόδους οικονομικής κρίσης να πραγματοποιούν εξώσεις σε ανθρώπους, να κόβουν το ρεύμα σε όσους δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν, να εντείνουν τον πόλεμο ενάντια σε εκείνα τα στρώματα του εργαζόμενου λαού που βιώνουν- με τον πιο σκληρό τρόπο- στο πετσί τους τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής επταετίας, εντείνουν τον πόλεμό τους ενάντια στους άνεργους, τις άνεργες και τους συνταξιούχους.
Ζητάνε μια δήλωση μετανοίας, μια δημόσια αποκήρυξη της ένοπλης διαδικασίας εμμονικά για να κλείσει κι αυτό το κεφάλαιο και να γραφτεί η ιστορία από τους νικητές με το μελάνι της αλαζονείας και της έπαρσης.
Για να διδάσκεται στις επόμενες γενεές το αδιέξοδο και το μάταιο του ένοπλου αγώνα. Να εμφανίζονται οι θύτες σαν θύματα, να παρουσιάζονται οι επιλογές των πρωταγωνιστών της αντίστασης σαν διαχρονικά ηττημένες και οι ίδιοι σαν πολιτικά πτώματα που εξέπνευσαν μετά τον επιθανάτιο ρόγχο των δηλώσεων αποκήρυξης και εξευτελισμού.
Και είναι το τελευταίο μέσο που διαθέτουν για να λυγίσουν τον επαναστάτη. Η τελευταία δοκιμασία που επιστημονικά αποδεδειγμένα επιχειρεί να ερεθίσει τα πιο ατομοκεντρικά και κανιβαλικά ένστικτα επιβίωσης του ατόμου. Τα ένστικτα εκείνα που καλλιεργήθηκαν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα του κέρδους και της ανθρωποφαγίας.
Είναι τα ένστικτα της αποξένωσης από κάθετι πραγματικό και συλλογικό. Είναι η διαπάλη του αγωνιστή με το μικροαστό. Η σύγκρουση με τον μικροαστικό κόσμο και τις μικροαστικές νοοτροπιές. Γιατί η αγωνιστική κουλτούρα χτίζεται με την αμείλικτη πάλη ενάντια στις κάθε λογής μικροαστικές εκδηλώσεις, με τον αδιάκοπο αγώνα για το ξερίζωμά τους, για την απόκτηση επαναστατικών και αγωνιστικών αρχών και αρετών. Αρετές που για να αποκτηθούν θα πρέπει να αποβληθούν οι μικροαστικές συνήθειες, επιδράσεις, αντιλήψεις, νοοτροπίες. Οι μικροαστικές φιλοδοξίες και ο μικροαστικός εγωισμός, ο φιλοτομαρισμός.
Αρχές που επιβάλλουν το ατομικό να υποτάσσεται ακόμα και να θυσιάζεται στο συλλογικό. Γιατί εάν σε αυτήν την πάλη του αγωνιστή με τον μικροαστό νικηθεί ο αγωνιστής, σημαίνει ότι δεν άντεξε μπροστά στις δυσκολίες, σημαίνει ότι λύγισε μπρος στη δοκιμασία, συνθηκολόγησε, έσπασε, γονάτισε και πολλές φορές πρόδωσε.
Ο επαναστάτης Δ. Κουφοντίνας όχι μόνο δεν εξαργυρώνει την ελευθερία του με μια κίνηση αποκήρυξης της ένοπλης δράσης, αλλά δηλώνει πολύ μικρός για να διαπράξει τόσο τεράστια ατιμία απέναντι στην επαναστατική μνήμη. “Θα ήταν δειλία, ποταπότητα να κυλιδώσω τη μικρή προσωπική μου ιστορία με μια τέτοια ταπεινή πράξη”, γράφει μέσα από τη φυλακή.
Η σημασία μιας νικηφόρας έκβασης του αγώνα για χορήγηση άδειας στο σύντροφο αποτελεί σίγουρα μια σημαντική παρακαταθήκη για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και το κίνημα αλληλεγγύης σε αυτούς. Μια νίκη που μπορεί να λειτουργήσει προσωρινά σαν ανάχωμα στην “αντι”τρομοκρατική εκστρατεία, δημιουργώντας ένα σημαντικό ρήγμα στο καθεστώς εξαίρεσης δικαιωμάτων των πολιτικών κρατούμενων.
Μια νίκη που θα μας φέρει μπροστά σε νέα καθήκοντα και αγωνιστικές υποχρεώσεις. Από τη μία να διεκδικήσουμε την απελευθέρωση του συντρόφου και παράλληλα να δυναμώσουμε το κίνημα αλληλεγγύης για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους δίνοντας μάχες για να σπάσει το ειδικό καθεστώς μεταχείρισής τους.
Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών)