1
Από το 2007 το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε μια διαρκή και έρπουσα κρίση, που ξεπερνά τα όρια της απλής “οικονομικής δυσλειτουργίας” και αγγίζει κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Ως καθολική κρίση αναπαραγωγής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων είναι την ίδια στιγμή οικονομική, οικολογική, επισιτιστική, κρίση του πολιτικού και νομικού εποικοδομήματος, κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής κλπ. Μπορούμε με δυο λόγια να πούμε πως ο καπιταλισμός περνά μια κρίση επιβίωσης, γεγονός που εντείνει την επιθετικότητά του ενάντια στο προλεταριάτο και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στο πλαίσιο του παγκόσμιου ταξικού πολέμου και ταυτόχρονα οξύνει ακόμα περισσότερο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς και ενδοαστικούς ανταγωνισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επικράτηση του μοντέλου του κράτους έκτακτης ανάγκης στην Ευρώπη, το οποίο εξειδικεύεται σε κάθε χώρα ανάλογα με τις ιδιομορφίες του περιβάλλοντος και τις ιδιαίτερες ανάγκες της εκάστοτε ντόπιας αστικής τάξης. Το “κράτος πρόνοιας” πλέον αντικαθίσταται από το κράτος ασφάλειας και ο κατασταλτικός κευνσιανισμός γίνεται βασικό προαπαιτούμενο για το ξεδίπλωμα της νεοφιλελεύθερης επέλασης. Όσο περισσότερο συρρικνώνεται το λεγόμενο “κοινωνικό κράτος” τόσο γιγαντώνεται το κράτος έκτακτης ανάγκης.
Η κρατική καταστολή έρχεται πλέον να παίξει έναν διευρυμένο και ποιοτικά αναβαθμισμένο ρόλο, ως κεντρική πολιτική επιλογή του κεφαλαίου τόσο ενάντια στους πολιτικούς του αντιπάλους και τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια όσο και ενάντια στους “αποκλεισμένους”, τους μετανάστες, όσους περισσεύουν από τον πρωτοκοσμικό παράδεισο. Ακριβώς επειδή η ύπαρξή τους θεωρείται περιττή αντιμετωπίζονται ως “εθελοντές εγκληματίες”, όπως συνέβαινε στην εποχή των περιφράξεων και της πρωταρχικής συσσώρευσης. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: “Η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει ο κανόνας και το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας ορίζεται ως επικίνδυνη τάξη’’.
2
Στο νέο κατασταλτικό δόγμα που υιοθετεί η ΕΕ, το οποίο διαρκώς προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες που γεννά η καπιταλιστική κρίση, ο λεγόμενος “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” διευρύνεται ακόμα περισσότερο και μετατρέπεται σε έναν πλατύτερο πόλεμο κατά της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης, γεγονός που διευρύνει ακόμα περισσότερο την έννοια του εσωτερικού εχθρού. Ήδη από το 2002 η ΕΕ συνέδεε τις διαδηλώσεις με τη “δυνατότητα στρατολόγησης τρομοκρατών”, ενώ προετοίμαζε τη θεσμοθέτηση διώξεων φρονηματικού τύπου με πρόσχημα τη “δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος”. Μεσούσης της κρίσης, τον Μάρτιο του 2010, ο ευρωβουλευτής (και αργότερα επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Κομισιόν) Πέδρο Αγκραμούντ πέτυχε την έγκριση από το ευρωκοινοβούλιο του ομώνυμου “μνημονίου”, στο οποίο και συμπυκνώθηκε το κατασταλτικό δόγμα της ΕΕ. Στο άρθρο 68 ο Αγκραμούντ ανέφερε: «Η τρέχουσα οικονομική κρίση και οι συνέπειες της στη φτώχεια και στην ανεργία στα κράτη-μέλη του συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί να επιδεινώσουν την παρούσα τάση ανασυγκρότησης των εξτρεμιστικών κινημάτων. Από τη μία εξτρεμιστικές ομάδες στις οποίες αναφέρεται το παρόν μνημόνιο θα βρίσκουν ολοένα και προσφορότερο έδαφος για να στρατολογήσουν νέα μέλη. Από την άλλη, άλλα ριζοσπαστικά κινήματα διαμαρτυρίας μπορεί να γίνουν περισσότερο επικίνδυνα και καλύτερα οργανωμένα. Αναφέρομαι ιδίως στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, ορισμένα μέλη του οποίου καταδικάστηκαν για βανδαλισμό εξαιτίας της συμπεριφοράς τους σε διαδηλώσεις ή τις πορείες και τα επεισόδια που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια πολλών εβδομάδων του 2009».
Η στοχοποίηση των κοινωνικών κινημάτων δεν αφορά μονάχα τους ένοπλους αντιπάλους του καθεστώτος και όσους σπάνε το κρατικό μονοπώλιο στη βία, αλλά επεκτείνεται και σε ένα άκρως θολό και δυσδιάκριτο πεδίο. Έτσι, ο καθένας που ασκεί “υλική δύναμη” (όρος που στην ελαστικότητά του μπορεί να περιλαμβάνει ακόμα και ήπιες μορφές δράσης) πλέον αντιμετωπίζεται λίγο έως πολύ ως “οικονομικός σαμποτέρ”, που μπαίνει τροχοπέδη στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Στο κλίμα αυτό παρατηρείται και η επιτάχυνση της στρατιωτικοποίησης των κατασταλτικών δυνάμεων, που θυμίζουν πλέον μικρές κι ευέλικτες στρατιωτικές μονάδες, αλλά επιπλέον προετοιμάζεται και το έδαφος για μια ενδεχόμενη εμπλοκή των στρατιωτικών δυνάμεων σε επιχειρήσεις τήρησης της δημόσιας τάξης, εάν οι κοινωνικές εκρήξεις φτάσουν σε οριακό σημείο.
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και πυκνώνουν οι ασκήσεις καταστολής πλήθους των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες στοχεύουν συνολικά τον “εχθρό λαό”, γεγονός που δείχνει τη διαρκή οργανωτική, υλικοτεχνική και ιδεολογική προετοιμασία του κεφαλαίου να οχυρώσει με τη βία τα ταξικά του συμφέροντα.
3
Αιχμή του δόρατος της “αντι”τρομοκρατικής εκστρατείας στην Ελλάδα είναι ο τρομονόμος (ν. 187Α), που ακολουθεί κατα πόδας το κατασταλτικό πρότυπο της ΕΕ. Ήδη στην απόφαση πλαίσιο της Κομισιόν “για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας” (13 Ιουνίου 2002) προβλεπόταν: “Ο ορισμός των εγκλημάτων τρομοκρατίας θα πρέπει να είναι παραπλήσιος σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των εγκλημάτων σχετικά με τις τρομοκρατικές ομάδες. Εξάλλου, θα πρέπει να προβλέπονται ποινές και κυρώσεις που να αντιστοιχούν στη σοβαρότητα αυτών των εγκλημάτων κατά φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν διαπράξει τέτοια εγκλήματα ή είναι υπεύθυνα για τη διάπραξή τους”.
Ο τρομονόμος εισάγει το “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, ένα “κατ’ εξαίρεση ισχύον Ποινικό Δίκαιο ευρισκόμενο σε κατάσταση ανάγκης”, σύμφωνα με τα λόγια του εμπνευστή του Guenther Jakobs. Ο “Εχθρός”, δηλαδή το “μαχόμενο σύνολο ανθρώπων που αντιπαρατίθεται σε ένα άλλο τέτοιο σύνολο” (Carl Schmitt, 1932), θεωρείται πλέον ως κάτι εκτοπισμένο από το κοινωνικό σύνολο κι επομένως ως υποκείμενο ειδικής μεταχείρισης. Με τα λόγια του Guenther Jakobs: “Για να μπορούμε να μιλάμε για πρόσωπα που αναγνωρίζονται ως τέτοια από το Δίκαιο, με άλλα λόγια: για πολίτες, θα πρέπει τα πρόσωπα αυτά να παρέχουν και τη γνωστική ασφάλεια ότι θα εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, π.χ. όταν έχουμε μπροστά μας έναν “σατανά” που βάλλει συνεχώς κατά της έννομης τάξης διαψεύδοντας ριζικά τις προσδοκίες μας, τότε δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόσωπο, αλλά με ένα άτομο. Ακριβέστερα: με έναν που, όπως κι ένα άγριο ζώο, αποτελεί εστία κινδύνου από την οποία πρέπει να διασφαλιστούν οι άλλοι” (άραγε θα μπορούσε να υπάρξει γλαφυρότερη περιγραφή για την απαίτηση δηλώσεων μετανοίας από τους πολιτικούς κρατούμενους σε αντάλλαγμα του νόμιμου δικαιώματος χορήγησης άδειας;).
Κι εδώ θα πρέπει να εντοπίσουμε μια δομική αντίφαση του “αντι”τρομοκρατικού δόγματος: από τη μια δεν αναγνωρίζειτην ύπαρξη των πολιτικών αδικημάτων και τα εντάσσει στο κοινό έγκλημα και το αντίστοιχο ποινικό δίκαιο (Άρειος Πάγος 2010: ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής), ενώ από την άλλη επιφυλάσσει ειδική πολιτική διαχείριση και ποινική μεταχείριση πολιτικών κρατουμένων, που επεκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού τουςμε την επιβολή ενός καθεστώτος εξαίρεσης δικαιωμάτων.
Σήμερα η “αντι”τρομοκρατική νομοθεσία στοχεύει μια σειρά ομόκεντρων κύκλων από ριζοσπαστικές αντιλήψεις και πολιτικές πράξεις. Ένας πρώτος κύκλος είναι η ένοπλη πάλη και οι ενέργειες άμεσης δράσης (αντάρτικο πόλης, απαλλοτριώσεις με σκοπό την χρηματοδότηση του αγώνα, εμπρηστικές επιθέσεις). Ένας δεύτερος ευρύτερος κύκλος περικλείει τόσο τους αλληλέγγυους στους ένοπλους αγωνιστές, όσο και των φιλικών και συντροφικών τους σχέσεων. Των «συνοδοιπόρων» μιας άλλης εποχής. Ένας ακόμα ευρύτερος κύκλος αφορά εκείνες τις πολιτικές δραστηριότητες και κινητοποιήσεις που υπερβαίνουν ή τείνουν να υπερβούν τα όρια της αστικής νομιμότητας, τους αγώνες που πηγαίνουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία και φτάνουν στην άμεση αντιπαράθεση με τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, την πολιτική εξουσία και τις δυνάμεις καταστολής. Τέλος ένας κύκλος χωρίς όρια, μια ανοιχτή απειλή προς όλους είναι η στοχοποίηση του φρονήματος, των λέξεων που φέρουν τον πόλεμο μέσα τους, των ίδιων των ανατρεπτικών προταγμάτων. Η σύγχρονη αντιτρομοκρατική νομοθεσία δεν είναι απλώς ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο. Είναι η επιτομή του κράτους έκτακτης ανάγκης: μερική αναστολή του συντάγματος, νομοθέτηση διαρκώς κάτω από την πίεση ενός διεθνούς πολιτικού και οικονομικού μηχανισμού του κεφαλαίου, έκτακτη νομοθετική διαδικασία (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και διαδικασία κατεπείγοντος). Ομογενοποίηση των αστικών συμφερόντων και πλήρης ταύτιση του κρατικού μηχανισμού με αυτά.
4
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που περιγράψαμε εν συντομία, λόγω του περιορισμένου χρόνου της εισήγησης, είναι σαφές πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ένταση της καταστολής στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ξεκομμένα από την καπιταλιστική κρίση και τη διαχείρισή της από την άρχουσα τάξη, και ειδικότερα στο πλαίσιο της ΕΕ. Ακόμα περισσότερο δεν μπορούμε να περιορίσουμε την καταστολή ως ένα καπρίτσιο της ΝΔ ή ως ένα γεγονός αναπόσπαστο από το DNA της ελληνικής Δεξιάς. Η “αριστερή” καταστολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι πρόσφατα πουλούσε “ανεκτικότητα” και “δικαιωματισμό” με το τσουβάλι, ήταν νομοτελειακό αποτέλεσμα της διαχείρισης της κρίσης μέσα στην “ανοιχτή αγκαλιά” της ΕΕ. Μπορεί το εύρος, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και οι ιδιαίτερες στοχεύσεις να μεταβάλλονται από τις κυβερνητικές εναλλαγές, αλλά ο πυρήνας της κατασταλτικής πολιτικής παραμένει ο ίδιος: η εξυπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης, η διασφάλιση της κερδοφορίας της και η διαιώνιση του εκμεταλλευτικού τρόπου παραγωγής. Το αστικό κράτος έχει συνέχεια και ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει, ούτε μπορεί να υπερβεί αυτόν τον αδήριτο νόμο του καπιταλισμού, που με τόση αφοσίωση υπηρετεί.
Έτσι, από τις πρώτες ήδη ημέρες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ είχαμε τη διάψευση όλων των ψευδαισθήσεων και των προσδοκιών μεγάλων κοινωνικών κομματιών, αφού παράλληλα με το τρίτο μνημόνιο που ετοίμαζε, η κυβέρνηση ακόνιζε και την νέα κατασταλτική της πολιτική με την εισβολή στην κατάληψη της Πρυτανείας κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων. 3 χρόνια μετά, κάνοντας έναν συνολικό απολογισμό μπορούμε να δούμε πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν στην πράξη πως η “αριστερή” καταστολή λειτουργεί συντονισμένα με τη νεοφιλελεύθερη επέλαση:καταστολή προσφυγικών και πολιτικών καταλήψεων, εισβολή των ΕΚΑΜ στις φυλακές, ποινικοποίηση φιλικών και συγγενικών σχέσεων (όπως διώξεις κατά συγγενών ΣΠΦ, δίωξη Μαρίας Θεοφίλου και καταδίκη της Ηριάννας Β.Λ. σε 13 χρόνια κάθειρξη),εκδικητική απαγωγή του παιδιού των μελών του ΕΑ Ν. Μαζιώτη και Π. Ρούπα, άρνηση χορήγησης αδειών σε πολιτικούς κρατούμένους, εξοντωτικές ποινές (όπως η ισόβια κάθειρξη στον Ν. Μαζιώτη και 25 χρόνια στους Μ. Σεϊσίδη και Τ. Θεοφίλου), βίαιη αρπαγή DNAκλπ.
Πιο πρόσφατο δείγμα της κατασταλτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η απόπειρα μεγαλύτερης αυστηροποίησης του τρομονόμου από τον υπουργό Δικαιοσύνης Κοντωνή. Συγκεκριμέναστις 31 Μαϊου σε άσχετο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης («Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και λοιπές διατάξεις»), συμπεριλήφθηκε τροποποίηση του 187 και 187Α, κατ εφαρμογή οδηγιών της ΕΕ. Οι νέες διατάξεις αφορούσαν όποιον και όποια «δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί η διεγείρει» σε μια σειρά πράξεων, όπως σε «συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή ένταξης σε τέτοια», σε «διάπραξη εγκλημάτων», σε «εκπαίδευση ή χρήση εκρηκτικών κ.ά.» και σε «παροχή οδηγιών για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση». Οι προβλεπόμενες ποινές θα ήταν φυλάκιση από 6 μήνες έως και πέντε χρόνια, αναλόγως το αδίκημα. Οι διατάξεις αυτές αποσύρθηκαν έπειτα από αντιδράσεις, είναι βέβαιο όμως πως θα επανέλθουν, έστω και με τροποποιημένη φρασεολογία, ώστε να ενσωματωθεί κι αυτή η κοινοτική οδηγία στο ελληνικό Δίκαιο.
5
Είναι σαφές, λοιπόν, πως και αυτή η κυβέρνηση, παρά το “αριστερό” προσωπείο που φέρει έχει ως ύψιστο χρέος της την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Η εφαρμοζόμενη κατασταλτική πολιτική πατάει ακριβώς πάνω στο σημείο αυτό. H νεοφιλελεύθερη επέλαση του κεφαλαίου νομοτελειακά εκφράζεται συντονισμένα με την γενικευμένη αυταρχικοποίηση και αυστηροποίηση του κατασταλτικού πλαισίου. Για αυτό δεν μπορούμε να δούμε το ζήτημα της καταστολής ξεκομμένο από το τις βαθιές του ρίζες, από το εκμεταλλευτικό σύστημα που τη γεννά.
Σε αυτό το ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον έχουμε χρέος να αναπτύξουμε τις δικές μας απαντήσεις, να αντισταθούμε οργανωμένα στη σύγχρονη βαρβαρότητα συγκροτώντας ένα κίνημα δυνατό και αποφασισμένο να έρθει σε πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και οι αντιμνημονιακές ταραχές του 2010-12 ανοίξανε δρόμους δυνατοτήτων, πρόσφεραν ευκαιρίες που πρέπει να αδράξουμε, μακριά από αντιλήψεις μουσειοποίησης του αγώνα. Σήμερα, παρά τις όποιες ανεπάρκειες, ξεδιπλώνεται ένα αξιόλογο κίνημα αντίστασης, με τις δομές μαχητικού αντιφασισμού, με τους αγώνες ενάντια στις μαφίες και την κρατική καταστολή, με τον πολύμορφο αγώνα για ελεύθερες μετακινήσεις, με τους εργατικούς αγώνες που αναπτύσσονται (με αιχμή τον αγώνα για την κυριακάτικη αργία), αλλά και με τα σαμποτάζ, τους εμπρησμούς και την ένοπλη πάλη. Αναπτύσσεται ένας αξιόλογος αστερισμός δραστηριοτήτων που πρέπει να αποκτήσει συνεκτικό σχέδιο και επαναστατική στρατηγική για να καταφέρει να ανατρέψει τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης και να φέρει ξανά στο προσκήνιο τον εργαζόμενο λαό. Η έρπουσα καπιταλιστική κρίση μπορεί να μην οδηγεί νομοτελειακά προς μια επαναστατική κατεύθυνση, κάνει όμως γονιμότερο το έδαφος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα να αντλήσουμε διδάγματα από την ιστορία μας, να μελετήσουμε τα σωστά και τα λάθη και να διαμορφώσουμε ένα γόνιμο πεδίο για την ανάπτυξη της επαναστατικής προοπτικής.
Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών)