Η οικολογική καταστροφή που προκλήθηκε στο Σαρωνικό Κόλπο από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου «Αγιά Ζώνη» αποτελεί ένα προδιαγεγραμμένο έγκλημα που φέρει ανεξίτηλη την υπογραφή δύο εκ των πλέον ληστρικών μερίδων του ελληνικού καπιταλισμού, του εφοπλιστικού κεφαλαίου και της βιομηχανίας πετρελαίου.
Παρά τη συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης, αφενός να συγκαλυφθεί η έκταση της θαλάσσιας ρύπανσης και η ανικανότητα αντιμετώπισης της και αφετέρου να αποκρυφτούν οι βασικοί υπεύθυνοι που βρίσκονται πίσω από αυτή, η πραγματικότητα προβάλλει αδυσώπητη, καταρρίπτοντας τα προπαγανδιστικά φληναφήματα των εντολοδόχων των καπιταλιστών περί «διαχειρίσιμης κατάστασης» και «τραγικού ατυχήματος».
Δύο εβδομάδες σχεδόν μετά το ναυάγιο, δραματική είναι η εξάπλωση της θαλάσσιας ρύπανσης ακόμα και σε ακτές που βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο της καταστροφής, ενώ οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από τη διαρροή, στο έτσι κι αλλιώς επιβαρυμένο θαλάσσιο οικοσύστημα του Σαρωνικού, εκατοντάδων τόνων πετρελαίου και μαζούτ είναι ανυπολόγιστες. Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τουλάχιστον μια πενταετία προκειμένου να επανέλθει το θαλάσσιο οικοσύστημα στην πρότερη κατάσταση, ενώ σοβαρός είναι ο κίνδυνος να περάσει η ρύπανση στην τροφική αλυσίδα.
Όσο για τα περί «ατυχήματος», «κακιάς στιγμής» ή «ανθρώπινου λάθους» που επιστρατεύουν οι κρατικοί φορείς ( υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Λιμενικό, Περιφέρεια Αττικής) και η πλοιοκτήτρια εταιρεία προκειμένου να αποσείσουν τις βαριές ευθύνες που τους αναλογούν, τα δεδομένα που προκύπτουν από καταγγελίες ναυτεργατικών σωματείων και παλαιότερες επιθεωρήσεις του πλοίου, συνηγορούν σαφώς στο ότι το Δεξαμενόπλοιο Αγιά Ζώνη ήταν μια κινητή οικολογική βόμβα: ένα υπερήλικο σαπιοκάραβο 45 ετών, με πρόχειρα μπαλωμένες τρύπες στο πυθμένα του -από όπου από ότι φαίνεται έγινε η εισροή των υδάτων-, που έπλεε κατά παράβαση κάθε κανονισμού ναυσιπλοΐας και με πολύ μικρότερο πλήρωμα από αυτό που επέβαλλε η επικινδυνότητα του φορτίου του.
Ανύπαρκτες αποδεικνύονται, ακόμα, οι υποδομές αντιμετώπισης ναυαγίων και θαλάσσιας ρύπανσης σε ένα λιμάνι όπου ακριβώς εξαιτίας της συχνότατης διέλευσης από αυτό αντίστοιχων τοξικών φορτίων, θα ανέμενε κανείς αυξημένα μέτρα πρόληψης και προστασίας, όπως ανύπαρκτοι ήταν οι έλεγχοι των αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού και του λιμενικού στο λιμάνι των ΕΛΠΕ (ιδιοκτησίας Λάτση) από το οποίο απέπλευσε το συγκεκριμένου πλοίο.
Κανένα ατύχημα δεν υπήρξε λοιπόν. Όπως κανένα ατύχημα δεν υπήρξε στα ναυάγια του Σάμινα και του Δύστος και στην κατάρρευση της Ρικομέξ. Όπως κανένα ατύχημα δεν υπήρξε όταν κάηκε η Πάρνηθα και όταν εξερράγησαν οι δεξαμενές των διυλιστηρίων των ΕΛΠΕ.
Στην πραγματικότητα, στο ναυάγιο του «Αγία Ζώνη» όλα λειτούργησαν όπως ορίζουν οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γιατί αυτοί ακριβώς οι νόμοι είναι που απαλλάσσουν τους πλοιοκτήτες από την υποχρέωση να περνάνε τέτοιου είδους πλοία από έλεγχο από νηογνώμονα, επιτρέποντας έτσι σε ένα μονοπύθμενο πλοίο του 1972 να κυκλοφορεί. Και βέβαια αυτοί είναι οι νόμοι που ψαλιδίζουν, θεωρώντας τις μη ανταγωνιστικό κόστος, τις δημόσιες δαπάνες για αντιρρυπαντικά μέσα και υποδομές προστασίας των εργαζομένων, ανοίγοντας το δρόμο για επενδύσεις απαλλαγμένες από περιβαλλοντικούς και εργασιακούς περιορισμούς.
Στο έδαφος μιας τέτοιας πολιτικής λοιπόν πρέπει να γίνει αντιληπτή η οικολογική καταστροφή που συνέβη στην καρδιά ενός εκ «σημαντικότερων κόμβων ανάπτυξης της χώρας», όπως προβάλλεται το λιμάνι του Πειραιά. Στο έδαφος μίας πολιτικής που χαρίζει τα πάντα στο κεφάλαιο, κάτι που για το ιδιωτικοποιημένο λιμάνι του Πειραιά των εργασιακών συνθηκών γαλέρας που έχει επιβάλλει η COSCO, μεταφράζεται μεταξύ άλλων και στην προκλητική –ακόμα και για την αστική νομιμότητα- επέκταση των αδειών εγκατάστασης των μονάδων μαζούτ της εταιρείας OIL ONE (συμφερόντων Μελισσανίδη) στη Δραπετσώνα, σε απόσταση κυριολεκτικά μιας ανάσας από σπίτια και σχολεία. Και είναι αυτό ακριβώς το έδαφος, που επιτρέπει σήμερα, σε κάποιες από τις πιο επιθετικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, να οικοδομούν με επίκεντρο το λιμάνι του Πειραιά και το Δήμο Πειραιά, μια ευρεία Ειδική Οικονομική Ζώνη, ένα σύγχρονο πολιτικό και ταξικό απαρτχάιντ, σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Κερατσίνι και το Πέραμα ως τον Ασπρόπυργο και την Ελευσίνα, όπου εντός της είναι εγκατεστημένο ένα πολύ σημαντικό τμήμα των υποδομών της πετρελαϊκής βιομηχανίας και του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Δεν πρέπει, παράλληλα, να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η οικολογική καταστροφή στο Σαρωνικό, έρχεται σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση με τις ευλογίες ΗΠΑ και ΕΕ προσφέρει κυριολεκτικά γη και ύδωρ σε ελληνικούς επιχειρηματικούς ομίλους και πολυεθνικά πετρελαϊκά μονοπώλια για την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις ακτές και τις θάλασσες του Ιονίου, του Αιγαίου και του Κρητικού Πελάγους, ενώ σχεδόν σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος παρακαλά την Eldorado Gold να συνεχίσει τις εξορύξεις χρυσού στις Σκουριές και κατακεραυνώνει οποιαδήποτε φωνή αρθρώνει, ακόμα και εντός του αστικού πλαισίου, κάποια φωνή διαμαρτυρίας απέναντι στο φαραωνικό σχέδιο του Λάτση για το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην καπιταλιστική ανάπτυξη αποκτά, με αφορμή και την πρόσφατη οικολογική καταστροφή στο Σαρωνικό, ιδιαίτερη σημασία. Γιατί κόντρα στην ρητορική του συστήματος που θέλει την καπιταλιστική ανάπτυξη το μοναδικό μέσο για την υπέρβαση της πολύπλευρης κρίσης που μαστίζει το κοινωνικό σύνολο -ρητορική που εύκολα μπορεί να μεταφερθεί στα χείλη των καταπιεσμένων στο βαθμό που η υποχώρηση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων συνεχιστεί-, η ιστορική εμπειρία όπως και το εφιαλτικό παρών που βιώνουμε καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη αυτή είναι συνυφασμένη με την λεηλασία του ανθρώπου και της φύσης, με τις πολιτικές της φτώχειας και του κοινωνικού εκφασισμού, με τις πολιτικές εν τέλει που γεννούν τους πολέμους και την καταστροφή του πλανήτη.
Στην κατεύθυνση αυτή, γνωρίζοντας ότι η πραγματική απάντηση στο καπιταλιστικό έγκλημα στο Σαρωνικό μπορεί να δοθεί μόνο στους δρόμους της αντίστασης και του αγώνα, από ένα μαχητικό κοινωνικό- λαϊκό κίνημα που θα θέτει στο επίκεντρο την πάλη για τη διεκδίκηση των ζωτικών κοινωνικών αναγκών σε σύγκρουση με το κράτος και το κεφάλαιο, καλούμε τη Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου στις 7μμ στο Πολυτεχνείο (Κτίριο Γκίνη) σε συζήτηση για τη διοργάνωση κινητοποιήσεων με σκοπό την κοινωνική και πολιτική ανάδειξη του ζητήματος και τη στοχοποίηση των ηθικών και φυσικών αυτουργών της οικολογικής καταστροφής.