Η νέα παγκόσμια τάξη, η τάξη των πολυεθνικών και των ιμπεριαλιστικών κρατών δείχνει το σχέδιο της. Την επιβολή -μέσω των εξοντωτικών πολέμων και του κρατικού ρατσισμού- της εκμετάλλευσης των προλετάριων στις τρεις ηπείρους, όπως και στις δυτικές μητροπόλεις.
Οι εξεγερτικές εκρήξεις και οι επαναστατικοί αγώνες δείχνουν όμως, την ευθραυστότητα αυτού του συστήματος, την αποφασιστικότητα και τη δυνατότητα για το γκρέμισμα του.
Να οικοδομήσουμε μια ενωτική γραμμή αγώνα με τους επαναστάτες προλετάριους όλου του κόσμου. Η νέα τάξη είναι μια χάρτινη τίγρης!
Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της Panetteria της οδού Conterosso 20, Milano. (1992)
Δημοσιεύθηκε στο τρίτο τεύχος της έντυπης πολιτικής παρέμβασης της
Ταξικής Αντεπίθεσης “Έφοδος στον Ουρανό (Οχτώβρης 2018)
Μια συζήτηση μ’ ένα σύντροφο από την κατάληψη Panetteria του Μιλάνου:
“…Ένας διαρκής πόλεμος ενάντια στους λαούς που αντιμετωπίζεται μονάχα με την ανάπτυξη ενός ισχυρού μετώπου αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης”
Θα μπορούσες να μας κάνεις μια σύντομη σύνοψη σχετικά με την τρέχουσα πολιτικο-οικονομική κατάσταση στην Ιταλία; Κυρίως μετά τις πρόσφατες εκλογές, το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης του Κινήματος 5 Αστέρων και της Λέγκας, αλλά και σε σχέση με τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις της ΕΕ και του Βερολίνου για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης;
Στην Ιταλία βρισκόμαστε ενώπιον της απόπειρας συμφωνίας ανάμεσα σε δύο μεγάλες πλευρές που αντιπροσωπεύουν τη μικροαστική τάξη, η μία εγκατεστημένη στον Βορρά και η άλλη στον Νότο.
Η μια πλευρά αντιπροσωπεύεται από τη Λέγκα: μικρά και μεσαία αφεντικά, βιοτέχνες, υπάλληλοι με προνόμια που θέλουν να τα υπερασπιστούν, έμποροι της υπαίθρου, μια μικροαστική τάξη που μέσα στην κρίση φοβάται ότι θα χάσει την ευημερία της και ρίxνει την ευθύνη στο Κράτος-σατράπη, στο γραφειοκρατικό σύστημα που της δένει τα χέρια, στην παράνομη μετανάστευση ως δεξαμενή ανθρώπων ικανών να θέσουν σε αμφισβήτηση την ασφάλειά τους και τη μικροϊδιοκτησία τους.
Η άλλη πλευρά, που βρίσκεται μαζικά στο Κίνημα 5 Αστέρων και είναι εγκατεστημένη στον Νότο, αντιπροσωπεύει κι αυτή τους βιοτέχνες και τους μικρούς επιχειρηματίες, αλλά και τους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης με χαμηλούς μισθούς, καθώς και άνεργους με τίτλους σπουδών χωρίς αντίκρυσμα. H πολιτική διαφθορά ως σύστημα λειτουργίας του Κράτους παράγει μια ανοιχτή δυσαρέσκεια. Το επίπεδο των προνομίων του αστικού πολιτικού προσωπικού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συνθήκη εξαθλίωσης που αγγίζει και τη μικροαστική τάξη στον Νότο. Οι υποσχέσεις που έδωσαν αυτές οι δύο πολιτικές δυνάμεις βρήκαν απήχηση σε εκλογικό επίπεδο σε μερικά κομμάτια προλετάριων καθώς και ευρύτερα στον κόσμο της εργασίας. Κοινωνικά κομμάτια που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια τα οικονομικά μέτρα λιτότητας και πλήρωσαν ακριβά τις συνέπειες της κρίσης, που είδαν να εξανεμίζονται πολλές από τις κατακτήσεις και τα κεκτημένα του παρελθόντος και βλέπουν μέσα απ’ αυτές τις δυνάμεις μια πιθανή προοπτική ανάκτησης.
Αλλά η Ιταλία είναι η χώρα του μεγάλου βιομηχανικού κεφαλαίου και των υπηρεσιών, των τραπεζών και της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας που ελέγχει τις χρηματοδοτήσεις και τα δάνεια. Έπειτα, υπάρχει η κρατική μηχανή που τρέφεται μέσα από το δημόσιο χρέος και εγγυάται όλων των ειδών τα προνόμια στους ανώτερους και μεσαίους λειτουργούς της. Ένα Κράτος που μέσω της πολιτικής πελατείας εγγυάται τα κέρδη για τ’ αφεντικά, για τους παρόχους υπηρεσιών, για τη δημόσια διοίκηση. Το Κίνημα 5 Αστέρων ήταν εκείνο που παρουσιάστηκε σαν μια δύναμη αυτόνομη από το μεγάλο κεφάλαιο. Όμως, δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν μόνοι τους μια κυβερνητική πλειοψηφία και αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμφωνία με τη Λέγκα. Η συμφωνία με το γραμματέα της Λέγκας, Σαλβίνι, σημαίνει συμφωνία με το μεγάλο κεφάλαιο των υπηρεσιών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, μέσω των δεσμών που διατηρεί η Λέγκα με το κόμμα Forza Italia (του Μπερλουσκόνι). Έτσι, κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης βρέθηκαν προγραμματικά αναγκασμένοι να κάνουν πολλές υποχωρήσεις για την ικανοποίηση των αναγκών όχι μόνο της μικροαστικής τάξης του Βορρά, οι οποίες σε κάποια σημεία μπορεί και να συμπίπτουν, αλλά και εκείνων των κομματιών της μεσαίας και ανώτερης αστικής τάξης που αντιπροσωπεύεται συνολικά από την κεντροδεξιά.
Όπως πάντα, η μικροαστική τάξη αναστατώνεται, κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στο σύστημα, επαγγέλλεται μια νέα κοινωνία όμως στη συνέχεια αποδεικνύεται ανίκανη να φτάσει μέχρι τις ακραίες συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική κατάστασή της εξαρτάται από το μεγάλο κεφάλαιο, από τα ταμεία του Κράτους, από το τραπεζικό σύστημα και μπροστά σ’ αυτές τις δυνάμεις κατεβάζει τους τόνους: ζήταγε κοινωνικό εισόδημα και θα ικανοποιηθεί μ’ ένα επίδομα φτώχειας, ζήταγε την κατάργηση του νόμου Fornero για τις συντάξεις και θα ικανοποιηθεί με μια μικρή αναθεώρησή του, το μπλοκάρισμα των μεγάλων έργων που υπόσχονταν αντικαθίσταται με την εξέτασή τους ανά περίπτωση, η οποία θα καταλήξει στην αποδοχή όλων αυτών των έργων. Έτσι κι αλλιώς, η μικροαστική τάξη για ν’ αντέξει στην κυβέρνηση έχει ανάγκη μιας έγκρισης από τη μεγαλοαστική τάξη και το χρηματοπιστωτικό τομέα. Πρέπει όμως να λογαριαστεί και με αυτή καθαυτή την κρατική μηχανή, με τον έλεγχο του δημόσιου χρέους, με το γραφειοκρατικό μηχανισμό και τους δικούς του κανόνες λειτουργίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σχέση με την ΕΕ, με την ΕΚΤ και τους διάφορους υπερεθνικούς θεσμούς. Από τα συνθήματα πέρασαν άμεσα σε μια πιο συνεσταλμένη real politik, προσπαθώντας να υπερασπιστούν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα χωρίς να θέσουν υπό συζήτηση το συνολικό οικοδόμημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τον ερχόμενο Μάη θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές κι εκεί θα καταφέρουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα τις πραγματικές θέσεις αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Όπως και να έχει, αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι ότι η κατεύθυνση είναι εκείνη του να μη θέσουν σε αμφισβήτηση την ΕΕ, αλλά ν’ αποσπάσουν στο εσωτερικό της περισσότερα προνόμια με οικονομικούς όρους καθώς και σ’ επίπεδο συμμαχιών. Από τη δική μας οπτική γωνία είναι ξεκάθαρο ότι και αυτή η κυβέρνηση (όπως και οι προηγούμενες), η κυβέρνηση Λέγκας – 5 Αστέρων αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της αστικής τάξης και εξαπολύει μια επίθεση έτσι ώστε να διαιρέσει το προλεταριάτο, ιδιαίτερα με τον κρατικό ρατσισμό που αποτυπώνει μια αντιδραστική στροφή μέσα στην κοινωνία, και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με κάθε απαραίτητο μέσο.
Διαρκής ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η Μεσόγειος ως περιοχή Πολέμου: δύο έννοιες που συναντάμε σε διάφορα κείμενά σας. Μπορείς να μας αναφέρεις συνοπτικά την πολιτική του ιταλικού κράτους ως μέλος του ΝΑΤΟ στο μέτωπο του Πολέμου στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στη Λιβύη; Πώς συνδέεται αυτή η πολιτική με την αντίστοιχη του εσωτερικού Πολέμου ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες;
Όσον αφορά τη Λιβύη, το ιταλικό κράτος βρέθηκε αναγκασμένο να ακολουθήσει κατά πόδας τις επιλογές που έγιναν από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ για την καταστροφή της πολιτικής εμπειρίας της “Μεγάλης Αραβικής Λιβυκής Λαϊκής Σοσιαλιστικής Jamahiriya”. Με την καταστροφή της, αυτές οι χώρες έθεσαν υπό αμφισβήτηση και την προνομιούχα σχέση που η Ιταλία διατηρούσε με τη Λιβύη, περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό τα οικονομικά συμφέροντά της. Η σημερινή συνθήκη πολιτικής-κοινωνικής-στρατιωτικής αστάθειας δεν κάνει άλλο από το ν’ αντικατοπτρίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στις διάφορες ιμπεριαλιστικές χώρες. Επομένως, η Ιταλία εξαρχής κινήθηκε για τη διατήρηση της θέσης της. Η παραγωγή της [πετρελαϊκής πολυεθνικής ιταλικών συμφερόντων] ΕΝΙ στη Λιβύη είναι σήμερα ήδη μεγαλύτερη από εκείνη που είχε πριν τη σύγκρουση. Θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν ξεκινούσε η λειτουργία -έστω και ενός μέρους– των εγκαταστάσεων που σήμερα, αν και είναι άθικτες, παραμένουν παροπλισμένες. Επομένως, από την αρχή του πολέμου η ΕΝΙ δεν έχασε τις θέσεις της σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό που έκανε ήταν να καθυστερήσει, ή να σταματήσει προσωρινά, μερικούς από τους σχεδιασμούς της. Είναι λογικό, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η ιταλική κυβέρνηση και η ΕΝΙ, με τη διπλωματία και το στρατό, θέλουν να επεκτείνουν τον κύκλο εργασιών τους στη Λιβύη μέσα από το θάνατο και την καταστροφή που συνεχίζουν να ματώνουν την αφρικανική χώρα – και που θ’ αυξηθούν σε περίπτωση που επεκταθεί η δυτική στρατιωτική παρουσία στα εδάφη της.
Η ιταλική κυβέρνηση παρουσίασε στις Βρυξέλλες το “Migration Compact”, ένα σχέδιο για τη διαχείριση της μετανάστευσης από την Αφρική στην Ευρώπη. Το συγκεκριμένο σχέδιο περιγράφεται από τα ΜΜΕ ως παρόμοιο με την πρόσφατη αντίστοιχη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, με τη Λιβύη -μέσα από τη λήψη ευρωπαϊκών κονδυλίων- να έχει ένα ρόλο αντίστοιχο μ’ εκείνον της Τουρκίας. Επίσης, στις 15 του περασμένου Μάρτη στη Ρώμη, στο πρώην αεροδρόμιο του Centocelle και νυν Διυπηρεσιακή Επιχειρησιακή Διοίκηση, συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι 30 χωρών για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την επικείμενη στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη. Η Ιταλία αναμένεται ν’ αναλάβει τη διοίκηση της αποστολής, της οποίας η επιχειρησιακή έδρα αναμένεται να εγκατασταθεί ακριβώς εκεί, στο πρώην αεροδρόμιο του Centocelle. Τα διαφορετικά συμφέροντα και οι αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών έχουν εμποδίσει ως τώρα αυτά τα σχέδια, μέσα από την εργολαβική ανάθεση της διεξαγωγής της σύγκρουσης στο λιβυκό έδαφος στις διάφορες μιλίτσιες και τις τοπικές φατρίες. Η νέα κυβέρνηση κινήθηκε με βάση τη συνέχεια αυτών των πολιτικών, ενισχύοντας το στρατιωτικό έλεγχο τόσο των εδαφών όσο και των θαλάσσιων εκτάσεων.
Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός -στο εσωτερικό της ΕΕ- στοχεύει στην ανάληψη της διαχείρισης και του ελέγχου της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης. Όμως στον Νίγηρα συγκρούεται με τα συμφέροντα της Γαλλίας στη γαλλόφωνη Αφρική, όπως είχε συμβεί και με τον Σαρκοζί το 2011, την εποχή της εισβολής στη Λιβύη του Καντάφι. Οι συγκρούσεις αυτών των ημερών, στις αρχές του Σεπτέμβρη, στην Τρίπολη αντικατοπτρίζουν αυτές τις αντιθέσεις. Η σύγκρουση στη Λιβύη αποτελεί κομμάτι μιας μεγαλύτερης σύγκρουσης που διεξάγεται στις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο και στην Αφρική. Πρόκειται για έναν οικονομικό πόλεμο που βλέπει μέσα από τη ροπή προς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο τη λύση των αντιθέσεων που βάθυναν μέσα στην κρίση. Γι’ αυτόν το λόγο εμείς ορίζουμε τη Μεσόγειο ως περιοχή πολέμου. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η Ιταλία -σε σύνδεση με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ- κατέχει ένα βασικό ρόλο. Αρκεί να δούμε τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών μέσα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της FRONTEX ή την αύξηση της παρουσίας στρατιωτικών δομών και βάσεων, καθώς και την αντίστοιχη των στρατιωτικών ασκήσεων.
Παράδειγμα αυτής της κλιμάκωσης αποτελεί το επίπεδο της στρατιωτικοποίησης στη Σικελία. Σήμερα, καμία καπιταλιστική χώρα δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει από μόνη της έναν πόλεμο μακράς διαρκείας. Εδώ και 20 χρόνια παρακολουθούμε ένα διάχυτο, ένα διαρκή πόλεμο. Έναν πόλεμο που εξελίσσεται μέσα από μικρές επεμβάσεις που δεν οδηγούν σε λύσεις, που επιδεινώνουν το γενικό πλαίσιο του οποίου η οικονομική κρίση έχει ανατρέψει όλα τα σενάρια. Ένα διαρκή πόλεμο ενάντια στους λαούς που μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί μονάχα μέσα από την ανάπτυξη ενός ισχυρού μετώπου αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης.
Θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα για τους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες που εξελίσσονται σήμερα στην Ιταλία, σε σχέση μ’ εκείνους τους αγώνες -που κατά τη γνώμη σας- βρίσκονται στο πιο προωθημένο σημείο ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, το φασισμό και τον ιμπεριαλισμό;
Στην Ιταλία, οι πιο σημαδιακοί αγώνες διεξάγονται στον κλάδο του Logistics, στον κλάδο της εκφόρτωσης, μεταφοράς και αποθήκευσης εμπορευμάτων. Σ’ αυτόν τον κλάδο δραστηριοποιούνται “ψεύτικοι” συνεταιρισμοί που αντλούν εργατική δύναμη -αποτελούμενη κυρίως από μετανάστες- με πολύ χαμηλά μισθολογικά επίπεδα και συνθήκες εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης. Ο αγώνας διεξάγεται μέσα από μαχητικά συνδικάτα βάσης, τα οποία είχαν την ικανότητα να μην περιοριστούν στα οφθαλμοφανή, αλλά ν’ ανατρέξουν συνολικά την καπιταλιστική αλυσίδα και να φτάσουν μέχρι μεγάλες πολυεθνικές όπως η Ikea, η Bennet, η Leroy Merlin, που δίνουν εργολαβικά τις δουλειές στους συνεταιρισμούς. Στο συγκεκριμένο κλάδο ακόμα και παραδοσιακές μορφές πάλης όπως οι απεργιακές φρουρές αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικές, αφού μπλοκάρουν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δημιουργώντας σημαντική ζημιά για την εργοδοσία. Συχνά αυτό το είδος των αυτόνομων αγώνων δέχτηκε τις επιθέσεις της αστυνομίας, αλλά εξίσου συχνά κατάφερε να αποσπάσει σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς και βελτιώσεις των κανονισμών εργασίας. Αυτοί οι αγώνες λειτούργησαν ως παράδειγμα προς μίμηση και συνεχώς εξαπλώνονται. Ο αγώνας και η ενότητα των εργαζομένων που εκφράστηκε επιτρέπει την αναπαραγωγή των προδρομικών στοιχείων που είναι απαραίτητα για το σχηματισμό ενός νέου διεθνούς μητροπολιτικού προλεταριάτου, το οποίο έχει συνείδηση της εκμετάλλευσης που υφίσταται και αναγνωρίζει τον εχθρό που έχει μπροστά του. Βρισκόμαστε ακόμα σε μια φάση αδυναμίας, όμως τα θετικά στοιχεία που προέκυψαν απ’ αυτόν τον κύκλο αγώνα είναι σημαντικές βάσεις για την οικοδόμηση της ισχύος μιας εργατικής τάξης αυτόνομης και ανταγωνιστικής ενάντια σ’ αυτό το σύστημα.
Στον αγροτικό τομέα υπάρχουν ακόμα μορφές δουλοπαροικίας, συνηθισμένες στη νότια Ιταλία, που αναπτύχθηκαν περαιτέρω με την άφιξη των μεταναστών. Στις περιοχές της Καλαβρίας και της Πούλιας έχουν δημιουργηθεί τεράστιες παραγκουπόλεις με άθλιες συνθήκες υγιεινής και ζωής. Σ’ αυτές τις παραγκουπόλεις έχουν ξεσπάσει εξεγέρσεις και συγκρούσεις με τις τοπικές μαφίες. Η δουλειά στα χωράφια είναι πολύ σκληρή, με ωράρια που φτάνουν τις 15-16 ώρες την ημέρα και με ωρομίσθια που κυμαίνονται γύρω στα 3 ευρώ. Αυτοί οι εργαζόμενοι οργανώνονται στις διάφορες συνδικαλιστικές δομές. Με δεδομένες, όμως, τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που υφίστανται πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία, η οποία απαιτεί τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη από την πλευρά των εδαφικοποιημένων δομών που αγωνίζονται ενάντια στην εκμετάλλευση και το ρατσισμό.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ξεκίνησε μια διαδικασία διάλυσης των μεγάλων παραγωγικών εγκαταστάσεων. Μια επανάσταση στην οργάνωση της εργασίας, συνδεδεμένη με την καταστολή των επαναστατικών υποκειμενικοτήτων που είχαν οδηγήσει το σύστημα σε κρίση, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα μέσα στα μεγάλα εργοστάσια στην Ιταλία σήμερα να έχει απομείνει ελάχιστη εργατική συγκρουσιακότητα. Οι αγώνες που δίνονται είναι κυρίως αντιστασιακοί, ενάντια στην ανάθεση έργων έξω από τα εργοστάσια, ενάντια στις απολύσεις και το κλείσιμο των εργοστασίων. Όμως είναι λίγες οι φορές που καταφέρνουν να βάλουν μέσα στη σύγκρουση τις ανάγκες και τα συμφέροντα της Τάξης. Πρόσφατα σχηματίστηκε ένα αυτόνομο συντονιστικό των εργατών της FCA (πρώην FIAT) στα εργοστάσια στο Pomigliano, στο Termoli και το Melfi ενάντια στις πολιτικές απολύσεις μερικών εργατών και ενάντια στο επαπειλούμενο κλείσιμο και τον περιορισμό της παραγωγής των συγκεκριμένων εργοστασίων. Προς το παρόν πρόκειται για ένα μειοψηφικό κίνημα, αλλά θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί περαιτέρω σε περίπτωση που προχωρήσει η αναδιάρθρωση που έχει εξαγγελθεί από τη διεύθυνση της συγκεκριμένης πολυεθνικής. Γύρω απ’ αυτήν την εμπειρία και τους αγώνες των εργαζομένων στον κλάδο του Logistics δημιουργούνται συντονιστικά και αναπτύσσονται μορφές διασύνδεσης που συγκλίνουν γύρω από ενωτικές πρωτοβουλίες αγώνα, επανενώνοντας τον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό και ταξικό χώρο. Ο σχηματισμός ενός μετώπου αγώνα που θα είναι ικανό ν’ απαντήσει στην καπιταλιστική επίθεση στην Ιταλία, η οποία σήμερα εκφράζεται από την κυβέρνηση 5 Αστέρων – Λέγκας, είναι μια προτεραιότητα. Πρόκειται για εκείνες τις διαδικασίες πολιτικής-κοινωνικής ανασύνθεσης που ορθά προκύπτουν μέσα στο πεδίο των αγώνων. Οι αντιθέσεις που βρίσκουμε σήμερα μπροστά μας ανοίγουν έτσι κι αλλιώς πολυάριθμες δυνατότητες για τους επαναστάτες. Όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποκρύψουμε το γεγονός ότι από την ατζέντα του κινήματος λείπει η ανάλυση γύρω από την απουσία μιας επαναστατικής Οργάνωσης. Πέρα από τους αγώνες που κινούνται μέσα στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στην αντίσταση του κινήματος ΝΟ TAV στη Val Susa, η οποία και έδωσε ώθηση και σε άλλες κινητοποιήσεις σε διάφορα μέρη, με περιβαλλοντικές θεματικές και ενάντια στην ολοένα και πιο ασφυκτική στρατιωτικοποίηση. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον αγώνα ενάντια στον TAP (Trans Adriatic Pipeline), τον αγωγό που θα διασχίζει 870 χλμ στην Ελλάδα, την Αλβανία και την Αδριατική για να καταλήξει στην περιοχή του Lecce και να συνδεθεί με το ιταλικό δίκτυο μεταφοράς αερίου. Πρόκειται για ακόμη ένα έργο που διαχειρίζονται οι μεγάλες πολυεθνικές της ενέργειας, οι οποίες και πρωταγωνιστούν στους εξελισσόμενους οικονομικούς και στρατιωτικούς πολέμους.