Η Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ συγκροτήθηκε το Μάρτη του 2014, ως αποτέλεσμα πολιτικής πρωτοβουλίας με αφορμή την εξάμηνη ανάληψη της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ και σκοπό την ανάληψη και συνδιαμόρφωση δράσεων ενάντια στην ΕΕ και τις ευρωεκλογές.
Η κορύφωση της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής επέλασης εκείνης της περιόδου, μέσω των μνημονίων και της ακαριαίας και βίαιης υποτίμησης της τάξης μας, γκρέμισε κοινωνικές συναινέσεις, κατεδάφισε κατακτήσεις, περιθωριοποίησε / φτωχοποίησε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, διάψευσε ψευδαισθήσεις και βεβαιότητες, έχτισε στρατόπεδα συγκέντρωσης και όρθωσε φράχτες, προκάλεσε (ιδιαίτερα τη διετία 2010-12) ισχυρές -αλλά ασυνεχείς- κοινωνικές εκρήξεις, αναδιέταξε το αστικό πολιτικό σκηνικό και τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια σαρωτικών πολιτικοοικονομικών ανακατατάξεων, τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς, η Συνέλευση επεδίωξε να συμβάλει στην όξυνση της ταξικής πάλης, όπως αυτή διαμορφώθηκε (ειδικά μετά το 2012) σε μια περίοδο ταξικής ήττας και αφομοίωσης της λαϊκής ανυπακοής, αλλά και κινηματικής υποχώρησης. Κεντρική πολιτική επιλογή υπήρξε η σύγκρουση με την εγχώρια αστική τάξη αλλά και η ανάδειξη της αναγκαίας, για τα προλεταριακά συμφέροντα, ρήξης με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Η επιθετική κίνηση εναντίον των βασικότερων αρμών της αστικής εξουσίας, δηλαδή η κίνηση που συγκρούεται ευθέως με την αντιπρολεταριακή επέλαση του ελληνικού κράτους και ταυτόχρονα με την στρατηγική επιλογή πρόσδεσης του στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, υπήρξε η πυξίδα λόγου και δράσης μας, συμβάλλοντας με τις μικρές μας δυνάμεις στο χάραμα εκείνων των συνθηκών που θ’ ανοίξουν το δρόμο για το στρατηγικό στόχο μας, για την Κοινωνική Επανάσταση
Τον Γενάρη του 2017, και μετά από δυόμιση χρόνια δραστηριότητας, η Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ μετονομάστηκε σε Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών), θεωρώντας αναγκαία την ιδεολογική και πολιτική -επομένως και οργανωτική- αναβάθμιση της Συνέλευσης. Της συγκρότησης, δηλαδή, εκείνης της οργανωτικής μορφής που θα συμβάλει με τις δυνάμεις της στην προλεταριακή ανασυγκρότηση και την ταξική αντεπίθεση σε μια εποχή φρενήρους επέλασης του κεφαλαίου.
Σημεία, μέσα σε άλλα, με τα οποία ασχολήθηκε η ομάδα ήταν, το νέο “success story” που έστηνε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με το φαιδρό αφήγημα περί “εξόδου από τα μνημόνια” και “επανεφόρμησης της οικονομίας”, ταυτόχρονα με την απόπειρα μετατροπής του ελληνικού κράτους σε τοποτηρητή της Μεσογείου, μέσω της (αμερικανοκίνητης) πολεμοκάπηλης συμμαχίας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου. Αυτοί ήταν άλλωστε δύο από τους κεντρικούς σχεδιασμούς που εκπονούσε η αριστερά του κεφαλαίου για λογαριασμό της αστικής τάξης, τους οποίους και προσπαθήσαμε ως Ταξική Αντεπίθεση να αναδείξουμε στη δημόσια σφαίρα και να αναμετρηθούμε μαζί τους. Την ίδια στιγμή στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, όχι χωρίς λάθη αλλά και κόντρα στην κινηματική άμπωτη, τόσο ως ομάδα, όσο και τα μέλη μας στους χώρους που εργάζονται ή ζουν, προσπαθήσαμε να συμβάλλουμε στο στέριωμα, στο βάθεμα και στην εξάπλωση μίας σειράς αγώνων, είτε αυτοί εκδηλώνονται σε χώρους δουλειάς ή σε επίπεδο γειτονιάς (όπως ο αγώνας ενάντια στις μαφίες και την κρατική καταστολή στα Εξάρχεια), είτε αφορούν το περιβάλλον και το σάρωμά του από την καπιταλιστική ανάπτυξη, είτε εκδηλώνονται απέναντι στην κρατική καταστολή, είτε αφορούν αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, τους αγώνες των φυλακισμένων κλπ. Ταυτόχρονα, στο κέντρο της πολιτικής μας δραστηριότητας τέθηκαν στόχοι ρήξης με την κεντρική πολιτική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου και του κράτους του και την ιμπεριαλιστικη εξαρτηση, που μετατρέπει την Ελλάδα σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ (αγώνας ενάντια στις βάσεις και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, συγκρότηση διεθνιστικού αντιπολεμικού κινήματος, έξοδος από ΕΕ και ΝΑΤΟ, μονομερής διαγραφή χρέους).
Βασικότερο όμως ζήτημα, το οποίο έθετε (και εξακολουθεί να θέτει ακόμα πιο εμφατικά στο σήμερα) ήταν το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστική κρίσης, την εκδήλωση της οποίας επιτάχυνε τελικά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Από το 2007 σέρνεται μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, μια νομοτελειακή κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η κρίση βρίσκεται στο ίδιο το DΝΑ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι το σημείο έκρηξης των εγγενών του αντιφάσεων. Είναι η ίδια η «επιτυχία» του καπιταλισμού (υπερσυσσώρευση κερδών, άρα και κεφαλαίου), που οδηγεί και στην αποτυχία του (αδυναμία επαρκών επενδύσεων). Η κρίση γεννιέται στο σκληρό πυρήνα του συστήματος, στη σφαίρα της παραγωγής, περνά στις άλλες οικονομικές σφαίρες (κυκλοφορία, διανομή), και καταλήγει σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής ως καθολική κρίση αναπαραγωγής ολόκληρου του υπάρχοντος status quo: είναι ταυτόχρονα οικονομική, επισιτιστική, οικολογική, κρίση του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος, κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής κλπ.
Πριν ακόμα από το ξέσπασμα της πανδημίας, οι ασθενικοί ρυθμοί ανάπτυξης (2,9% το 2019), η εκτόξευση του παγκόσμιου χρέους (253 τρις δολάρια, 322% του παγκόσμιου ΑΕΠ) η ανυπαρξία παραγωγικού επενδυτικού διεξόδου (μείωση του παγκόσμιου εμπορίου, υποχώρηση βιομηχανικής παραγωγής), η αποτυχία της νομισματικής πολιτικής (ποσοτική χαλάρωση, αρνητικά επιτόκια δανεισμού) και η ανακύκλωση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου στον μοναδικό “ασφαλή” τομέα των κρατικών ομολόγων, έδειχναν πως η παγκόσμια οικονομία βάδιζε στο κενό.
Πράγματι, με το κλείσιμο των συνόρων και την διακοπή της παραγωγής που επέφερε το γενικευμένο lockdown, η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε έναν ακόμα πιο καταστροφικό κύκλο κρίσης. Παγκόσμια ύφεση, ελλείματα, αύξηση δημόσιου χρέους, ταυτόχρονα με την μαζική καταστροφή κεφαλαίου και την αναδιάταξη / ξαναμοίρασμα της αγοράς, τα εκατομμύρια των ανέργων, την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων μέσω της ολοκληρωτικής “ευελιξίας”, της μείωσης των μισθών και της μετατροπής τους σε επίδομα, την απειλή του πολέμου και την όξυνση των ενεργειακών / εμπορικών ανταγωνισμών διεθνώς. Και μέσα σε όλα αυτά, μια νέα καπιταλιστική “υπόσχεση” ανάπτυξης εφορμά στο παγκόσμιο προσκήνιο, με το δίπολο ψηφιακή οικονομία / πράσινη ανάπτυξη να ανοίγει νέα περιθώρια κερδοφορίας στο υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, αναδιαμορφώνοντας το σύνολο των κοινωνικών αναγκών (εργασία, εκπαίδευση, μετακίνηση, επικοινωνία, περίθαλψη κλπ) σε νέα πλαίσια.
Ταυτόχρονα, η κρατική καταστολή, η περιστολή δικαιωμάτων και η μονιμοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί, αποτελούν την απόπειρα θωράκισης του κράτους από τις επερχόμενες κοινωνικές αντιστάσεις / εξεγέρσεις, αλλά και για την τρομοκράτηση της τάξης μας ώστε να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τα νέα βάρη της κρίσης και να επανακάμψει απρόσκοπτα΄-χωρίς ταξικό αντίπαλο- η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή. Γιατί, η οποιαδήποτε ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας θα πατήσει πάνω στο τσάκισμα των προλεταριακών συμφερόντων και την ανακατανομή στο συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία υπέρ του πρώτου και εις βάρος της δεύτερης.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κοινωνικής χρεοκοπίας και αιματοβαμμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης (ανεργία πάνω από 20%, χρέος 200%, ύφεση τουλάχιστον 15%), προμηνύεται μια συνθήκη μακροχρόνιας σήψης. Μοναδική ελπίδα είναι η συγκρότηση ενός μαχητικού και οργανωμένου κινήματος που θα ανοίξει στην πράξη την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, θα χρειαστεί να δουλέψει μέσα στις προλεταριακές μάζες, να αποκτήσει την απαραίτητη κοινωνική γείωση, να αφουγκραστεί τις κοινωνικές ανάγκες και να προσδώσει ριζοσπαστικό περιεχόμενο στην αδιάκοπη ταξική πάλη, που σε μια εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται πέρα από τις επιμέρους θελήσεις των συντελεστών της ή από τον βαθμό όξυνσης ή ύφεσης. Αναγνωρίζουμε ότι οι συσχετισμοί σε παγκόσμιο αλλά και σε τοπικό επίπεδο, μέσα στην κοινωνία αλλά και μέσα στην ίδια την τάξη είναι προσωρινά αρνητικοί, αποτέλεσμα μίας σειράς παραγόντων, δεκαετιών ήττας για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης αλλά και ανελέητης προπαγάνδας για το παντοδύναμο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα το οποίο αποτελεί “μονόδρομο” για την ανθρωπότητα.
Ωστόσο υπάρχει ακόμη μια συνθήκη που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, η οποία έχει σύρει τα κινήματα και τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες σε ένα καθεστώς ανεσταλμένης κίνησης, τουλάχιστον από το 2015 μέχρι σήμερα.
Το βίαιο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 που ξεκίνησε από την στεγαστική κρίση στις Η.Π.Α. και ο απόηχος του σχεδόν διέλυσε τις οικονομίες της Δύσης, δημιούργησε και την αρκετά θλιβερή φιγούρα του χρεωμένου ανθρώπου. Δημιούργησε εκείνη την συνθήκη δηλαδή όπου ο εργαζόμενος, συνήθως στην επισφάλεια, έφτασε στο επίπεδο να βρίσκεται μια κακή μέρα μακριά από την συνθήκη της απόλυτης φτώχειας. Πλέον, μετά την περίοδο της καραντίνας τα επίσημα στατιστικά μιλάνε για σχεδόν 3 εκατομμύρια ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας, ένα νούμερο που όσο προχωράμε προς το επόμενο σίγουρο μνημόνιο, προφανώς θα μεγαλώσει.
Η κατάρρευση αυτή του μύθου της κοινωνικής κινητικότητας του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού στην ουσία ανέτρεψε και το κεντρικό σλόγκαν της Δύσης επί δεκαετίες, πως στον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά μπορείς να ανταμειφτείς αν δουλέψεις αρκετά σκληρά, καθώς σου παρέχονται όλα όσα χρειάζεσαι.
Αυτό είναι και η νέα συνθήκη του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού ρεαλισμού, που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Η “κυριαρχία” δηλαδή του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού ως τα ανίκητα ιστορικά μοντέλα κοινωνικής και κρατικής οργάνωσης, όπως διακήρυττε η Θάτσερ, ο Φουκουγιάμα και διάφοροι οπαδοί του τέλους της Ιστορίας.
Όμως δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Μπορεί ο καπιταλισμός να προσπαθεί να μας πείσει πως αν τελειώσει, μαζί του τελειώνουμε και εμείς, ωστόσο για εμάς, τις κατώτερες τάξεις, τις τάξεις των υποτελών και των καταπιεσμένων ο καπιταλισμός και το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχουν μετατραπεί σε μια αίρεση που λατρεύουν τον θάνατο και λειτουργούν με το αίμα των προλετάριων και των εργαζομένων ως λάδι στα γρανάζια του. Για εμάς λοιπόν, το τέλος του καπιταλισμού δεν συνεπάγεται ούτε το τέλος του πλανήτη ούτε το τέλος της ζωής μας. Αντίθετα η συνέχεια του καπιταλισμού, είναι αυτή που εγγυάται πως θα οδηγηθούμε στο βωμό της θυσίας για τα κέρδη των δισεκατομμυριούχων. Αν θέλουμε να διεκδικήσουμε λοιπόν τα αυτονόητα, δηλαδή την ζωή μας, οφείλουμε να σπάσουμε τα υπαρξιακά μας άγχη, να σπάσουμε το καθεστώς της απομόνωσης, να σπάσουμε την κανονικότητα της εξατομίκευσης και τέλος να σπάσουμε ένα ένα τα γρανάζια του καπιταλισμού, γιατί πλέον τίθεται θέμα επιβίωσης για τους ανθρώπους της τάξης μας.
Χωρίς λοιπόν να παραμερίζουμε τους αρνητικούς συσχετισμούς του σήμερα, αλλά και χωρίς να χάνουμε την επαναστατική μας αισιοδοξία, αναγνωρίζουμε ως άμεσο πολιτικό μας χρέος την προσπάθεια για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε πρώτο στάδιο αλλά και του προλεταριάτου ως επαναστατικό ταξικό υποκείμενο, που αντιλαμβάνεται τη θέση του και τον ιστορικό του ρόλο.
Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η επίμονη δουλειά στη βάση, η καθημερινή εμπλοκή με τα καθημερινά προβλήματα της τάξης, η οργάνωση και ανασύσταση νέων ταξικών σχημάτων και αγώνων. Ταυτόχρονα αναγκαία είναι και η συγκρότηση κεντρικού επαναστατικού φορέα, που θα προσπαθεί να οργανώσει και να μορφοποιήσει την αυθόρμητη λαϊκή ανυπακοή στις στιγμές που αυτή θα ξεσπάσει αλλά και που θα διδάσκεται από αυτή, οχυρώνοντας την απέναντι στο ρεφορμισμό και την αφομοίωση. Ενός συλλογικού νου που θα δομηθεί οριζόντια και από τα κάτω από αγωνιστές και αγωνίστριες, που θα αλληλοτροφοδοτεί με εμπειρίες, θεωρητικές και πολιτικές θέσεις τα μέλη του, που θα μπορεί να ενισχύει τους αγώνες, να επεξεργάζεται συλλογικά κάθε κοινωνικό πρόβλημα που αφορά την κοινωνική πλειοψηφία. Που θα εδαφικοποιήσει την προλεταριακή αντεξουσία τις κρίσιμες στιγμές, θα συγκεντρώσει την αναγκαία μαχητική ισχύ (ιδεολογική, πολιτική, στρατιωτική) στους αποφασιστικούς χρόνους και χώρους, θα σφυρηλατήσει την ενότητα και τη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων πάνω στη χάραξη κοινά καθορισμένης στρατηγικής, θα θέσει την επαναστατική αντί-βία στην υπηρεσία των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, θα στοχεύσει στην κεντρική πολιτική αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος του, υπονομεύοντας σημαντικούς κόμβους της αστικής στρατηγικής.
Ζούμε σε ένα καθεστώς μονιμοποιημένης έκτακτης ανάγκης, σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Οι απανωτές ταξικές ήττες σκορπούν την απογοήτευση και την αποδιοργάνωση στους εργαζόμενους και ευρύτερα στην κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων χειροτερεύουν ενώ και ενδιάμεσα στρώματα τσακίζονται, με την ψαλίδα ανάμεσα στους έχοντες τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής και τους αποκλεισμένους από αυτά να μεγαλώνει. Τίποτα δεν είναι όμως προδικασμένο. Η ιστορική γνώση πως σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης οι συσχετισμοί γίνονται ιδιαίτερα ρευστοί, μας ορίζει ένα επαναστατικό καθήκον που εκφράζεται μέσω της επαναστατικής ταξικής οργάνωσης που θα πρέπει να χτίσουμε για να χτυπήσουμε τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η οργάνωση αυτή δεν θα υποκαταστήσει το μαζικό προλεταριακό κίνημα που είναι και το μόνο που μπορεί να φέρει σε πέρας μια επανάσταση, αλλά μπορεί να βοηθήσει στην προετοιμασία για την ανύψωση των εξεγερτικών γεγονότων που νομοτελειακά θα ξανασυμβούν σε επαναναστατικές απόπειρες, αφού οι εφεδρείες του συστήματος λιγοστεύουν και χάνουν την κοινωνική νομιμοποίηση που απολάμβαναν, ενώ τα μνημόνια που διαιωνίζουν την ύφεση είναι καταδικασμένα να αποτύχουν.
Σε αυτές τις συνθήκες συστημικής σήψης, με τους καπιταλιστές ανίκανους να φροντίσουν ακόμα και για τις στοιχειώδεις συνθήκες ζωής στα μετόπισθεν, την κρίση να βαθαίνει, τις πολεμικές συγκρούσεις και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις να πυκνώνουν, ο αγώνας για τα στοιχειώδη που πλέον δεν μπορούν να δοθούν στους λαούς, δεν απέχει πολύ από την επαναστατική προοπτική που είναι αναγκαία ως η μόνη λύση για την ανθρωπότητα απέναντι στο μονόδρομο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Η πείρα των μεγάλων ιστορικών ανατροπών, όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις έφταναν σε οριακά σημεία όπως συμβαίνει και σήμερα, μας έχει διδάξει ότι δεν επετεύχθησαν ποτέ μόνο με ειρηνικά μέσα, αλλά και με βίαια. Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, ανοίγονται επαναστατικές προοπτικές γιατί η βία του κεφαλαίου γίνεται απροκάλυπτη και οι επαναστατικές ιδέες γίνονται επίκαιρες και εφαρμόσιμες, όχι ως γενικόλογο όραμα αλλά ως αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση μας ως εκμεταλλευόμενοι. Σήμερα, απέναντι τόσο στο αστικό κράτος που κατέχει το μονοπώλιο της βίας, όσο και στη ρεφορμιστική αριστερά που αναπαράγει το φόβο και την αναμονή στο όνομα των κατάλληλων συσχετισμών δύναμης, εμείς πιστεύουμε πως η επαναστατική αντι-βία αποτελεί μια απαραίτητη πολιτική πρακτική του κινήματος, από τη στιγμή που πηγάζει και εναρμονίζεται με την κατάσταση και τις ανάγκες του και εξυπηρετεί τους σκοπούς του, χωρίς να ανυψώνεται ως κάτι ξέχωρο από αυτό. Και αυτό γιατί σε ιστορικές περιόδους τόσο οξυμένων αντιθέσεων, η αυτοάμυνα των προλετάριων απέναντι στην οικονομική τους εξαθλίωση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν. Η βία και η όξυνση της κρατικής καταστολής είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας της αστικής πολιτικής σε συνθήκες κρίσης και όχι η απόσπαση κοινωνικής συναίνεσης όπως συνέβαινε σε περιόδους ανάπτυξης και δυνατότητας για αναδιανομή του κεφαλαίου προς τα κάτω. Και με αυτό το δεδομένο, πως δηλαδή η διαχείριση της κρίσης γίνεται με μιλιταριστικούς και πολεμικούς όρους απέναντι στους προλετάριους, με πλήρη ετοιμότητα ακόμα και για στρατιωτική επιβολή των σχεδίων του κεφαλαίου, όποιος νομίζει ακόμα ότι μπορεί να αναχαιτίσει την αστική τάξη που μας επιτίθεται, μόνο με ειρηνικά ή ακόμα χειρότερα με κοινοβουλευτικά μέσα όπως και αν αυτοτοποθετείται στο πολιτικό φάσμα, καταλήγει να φορτώνει αστική προπαγάνδα στις πλάτες του προλεταριάτου.
Μελετώντας λοιπόν το γενικό περίγραμμα της παρούσας ιστορικής στιγμής, την νέα κατάσταση που παρουσιάζεται μπροστά μας, στην κατεύθυνση του προσδιορισμού των άμεσων επαναστατικών καθηκόντων που απαιτεί η εποχή μας και στη διαδικασία διαμόρφωσης των απαραίτητων βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και απώτερων στόχων που συνθέτουν μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, καταλήγουμε σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: Είναι επιτακτική η πολιτική και οργανωτική αναβάθμιση του προλεταριακού στρατοπέδου βήμα-βήμα, κάθε φορά πάνω στις ανάγκες και τις δυνατότητες του, στην προοπτική της συγκρότησης ενός κεντρικού επαναστατικού φορέα που θα μπορέσει να καταστήσει εφικτή την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Φορέα όχι ουρανοκατέβατου, αλλά ως το αποτέλεσμα μίας διαρκούς διαδικασίας πολιτικής και οργανωτικής αναβάθμισης, η οποία θα στηριχτεί πάνω στην θεωρητική ζύμωση, αλλά πρώτα και κύρια θα βασιστεί στην συνεργασία στην πράξη μέσα στους αγώνες, στην πολιτική δράση, στην πραγματική ζωή. Σε αυτή τη κατεύθυνση ανακοινώνουμε σήμερα τη δημιουργία της Ταξικής Αντεπίθεσης στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Έχουμε μπροστά μας πολύ δρόμο για να καταλήξουμε εκεί που φανταζόμαστε τόσο ως ομάδα, όσο και ως κίνημα. Έχουμε άλυτες ακόμα αντιφάσεις, θεωρητική δουλειά, εσωτερικές συζητήσεις και πολλούς αγώνες που δεν μπορούν να περιμένουν και όλα αυτά είναι στην ατζέντα μας για τον επόμενο καιρό. Έχουμε όμως και τη σιγουριά πως το δρόμο που έχουμε μπροστά μας θα τον βαδίσουμε γοργά και με σίγουρα βήματα, με πιθανά λάθη αλλά ταυτόχρονα χωρίς επιπολαιότητες και θα κάνουμε ότι μπορούμε για να τον πάμε ως το τέλος. Δε θα αφήσουμε άλλο χαμένο χρόνο, δε θα αφήσουμε την ηττοπάθεια να φάει τις σάρκες μας, δε θα αφήσουμε την μάχη με τους καπιταλιστές πριν καλά καλά μπούμε σε αυτήν οργανωμένα.
Τα καθήκοντα μας πλέον, αναβαθμίζονται αλλά αυτό είναι και κάτι που επιδιώκαμε χωρίς φόβο: Αφορούν τόσο την εσωτερική μας ζύμωση και εξέλιξη, τη διαρκή ανάλυση της συγκυρίας σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, τη θεωρητική μας κατάρτιση, όσο και την ενωτική και μετωπική παρουσία μας στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες που υπάρχουν και που θα ξεσπάσουν στο άμεσο μέλλον. Τόσο την, όλο και πιο ουσιαστική, μοριακή παρέμβαση μέσα στην καθημερινή ζωή και τα προβλήματα της τάξης μας, όσο και την επαφή και δικτύωση μας με αγωνιστές από όλη την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τον κόσμο και την επανοηματοδότηση του προλεταριακού διεθνισμού, αλλά και την επαναφορά στο προσκήνιο της ελπίδας μιας επαναστατικής προοπτικής.
Δεν είμαστε ακόμα όσοι θα θέλαμε και όσοι θα μπορούσαμε, ούτε στην ομάδα, ούτε στους δρόμους. Αλλά αυτοί που είμαστε, πλέον σε δύο πόλεις, θα κάνουμε ότι μπορούμε για να συμβάλουμε, με τις δικές μας δυνάμεις, στο ξέσπασμα νέων αγώνων αλλά και στη συγκρότηση ενός κέντρου των επαναστατικών δυνάμεων. Της μόνης ικανής δύναμης για να κάνει την επαναστατική ανατροπή ιστορικά εφικτή.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Και θα τον βαδίσουμε ως το τέλος.
Ταξική Αντεπίθεση (ομάδα αναρχικών και κομμουνιστών)