Ένας είναι ο δρόμος…
Στις 15/1/2018 ψηφίστηκε στη Βουλή ένα ακόμα σετ αντιλαϊκών αντεργατικών μέτρων, προαπαιτούμενων για το κλείσιμο της λεγόμενης τρίτης αξιολόγησης. Χωρίς το σόου της σκληρής διαπραγμάτευσης των δύο προηγούμενων ετών, ωστόσο με μπόλικο προπαγανδιστικό θόρυβο γύρω «από την έξοδο από τα μνημόνια που πλησιάζει», η κυβέρνηση Σύριζα- Ανέλ φάνηκε και αυτή τη φορά συνεπής στις μνημονιακές δεσμεύσεις που μαζί με όλα τα υπόλοιπα κόμματα του ευρωπαϊκού μνημονιακού δρόμου είχε συνυπογράψει τον Αύγουστο του 2015.
Με ένα πολυνομοσχέδιο σκούπα 1500 σελίδων που ακουμπά σχεδόν κάθε τομέα της κυβερνητικής δραστηριότητας, βασικές επιταγές της ΕΕ και του ΔΝΤ και «μακροχρόνια αιτήματα της επιχειρηματικής κοινότητας» σύμφωνα με τον ΣΕΒ μπαίνουν σε τροχιά υλοποίησης: ο ριζικός περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία, η επέκταση του μέτρου των πλειστηριασμών, το πετσόκομμα των επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας στο Δημόσιο, η υπαγωγή όλων των μετοχών του Δημοσίου στο Υπερταμείο των ιδιωτικοποιήσεων, η απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας μέσα από τη θέσπιση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας κ.α. Πρόκειται για βαθιές αναδιαρθρώσεις με τις οποίες το αστικό-ιμπεριαλιστικό μπλοκ επιχειρεί ένα ακόμα άλμα στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της χώρας, για αναδιαρθρώσεις που δεν πατούν βέβαια στον αέρα αλλά εδραιώνουν και εξειδικεύουν παλαιότερες, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για τις επόμενες. Γι’ αυτές που αναπόφευκτα θα έρθουν μιας και σε πείσμα των κυβερνητικών αφηγημάτων για επιστροφή στην κανονικότητα, το αναντίρρητο γεγονός είναι ότι το τρίτο μνημόνιο του Αυγούστου του 2015 προβλέπει μέτρα που φτάνουν μέχρι το 2060 ενώ αποδέχεται την επ’ αόριστο επιτροπεία από τους κάθε είδους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς και ως εκ τούτου τη δυνατότητα λήψης μέτρων από μέρους τους.
Άλλωστε μπροστά μας βρίσκεται ο κάβος της τέταρτης υπέρ-αξιολόγησης που θα κρίνει και το άμεσο επίδικο του ελληνικού αστισμού, την εκταμίευση της μνημονιακής δόσης-σωτηρίας του ελληνικού κράτους, για την οποία όπως είναι επόμενο τα προαπαιτούμενα είναι σημαντικά. Σε αυτά περιλαμβάνεται η δραστική περικοπή των συντάξεων –η μεγαλύτερη από την εποχή του πρώτου μνημονίου-, η μείωση του αφορολόγητου από το 2019, η νέα αύξηση του ΕΝΦΙΑ, η επίσπευση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, η νέα τιμολόγηση των φαρμάκων, οι ιδιωτικοποιήσεις για ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ, ΟΤΕ.
Και έχουμε και συνέχεια, αφού αμέσως μετά, θα πρέπει να συμφωνηθεί το -λίαν επιβαρυντικό δημοσιονομικά μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022 καθώς και να καταληχθεί με τους δανειστές ο χαρακτήρας της οικονομικής επιτήρησης για μια ολόκληρη περίοδο που φτάνει αισίως… το 2060.
Καθόλου ομαλό δεν μοιάζει λοιπόν το μέλλον για την αστική τάξη και την κυβέρνηση της, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των κυβερνώντων. Ειδικά μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι τα διαδοχικά σκασίματα φουσκών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος -μόνο 5 τρις δολάρια ξεφορτώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές- κάνουν ολοένα και πιο απειλητικό ένα νέο ξέσπασμα της κρίσης με προφανείς τις δυσμενείς επιπτώσεις στην πολλαπλώς εξαρτημένη Ελλάδα. Γεγονός που με τη σειρά του επενεργεί, εντείνοντας ακόμα περισσότερο, τον εν εξελίξει ανταγωνισμό για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με ευκρινείς τους κινδύνους αναφλέξεων και θερμών επεισοδίων, ειδικά στην κρίσιμη από γεωστρατηγική σκοπιά περιοχή των Βαλκανίων και της Α. Μεσογείου -διαχρονικός κόμβος άλλωστε αξεδιάλυτων διεθνών αντιθέσεων και εθνικισμών.
Και είναι αυτή ακριβώς η επίγνωση από πλευράς του εγχώριου συστήματος εξουσίας, σχετικά με τις ασταθείς και απρόβλεπτες καταστάσεις που έρχονται, που ωθούν τμήματα του να ποντάρουν στο χαρτί του εθνικισμού -τόσο στα Βαλκάνια όσο και στο Αιγαίο- τη στιγμή βέβαια που σύσσωμο πλειοδοτεί σε εκδηλώσεις υποτέλειας σε ΕΕ και ΗΠΑ, βαθαίνει την στρατηγική συνεργασία με το κράτος τρομοκράτη του Ισραήλ, και λαμβάνει μέσω των στρατιωτικών βάσεων μέρος στην πολεμική εκστρατεία εναντίον των λαών στη Μέση Ανατολή.
Θα αποτελούσε ωστόσο ανεπίτρεπτη αφέλεια αν η τακτική από τη δική μας πλευρά επαφιόταν στην όξυνση των εγγενών αντιθέσεων του συστήματος και της αστάθειας που αυτή παράγει. Γιατί όπως σαφώς έδειξε η κρίσιμη διετία 2010-2012, η απότομη και σε βάθος αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών απαιτεί αντίστοιχου βάθους πολιτική και ταξική οργάνωση ώστε η αυθόρμητη εξέγερση να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την αυτοτελή επαναστατική δράση. Πόσο μάλλον σήμερα, εν μέσω κινηματικής άμπωτης, όπου η αυθόρμητη κίνηση των μαζών έχει συρρικνωθεί σημαντικά ή ακόμα κινδυνεύει να εκτραπεί σε οδούς αντιδραστικούς για το λαϊκό κίνημα.
Σε αυτό το δυσμενές φόντο, οι κινητοποιήσεις του τελευταίου μήνα, αφενός ενάντια στο αντεργατικό πολυνομοσχέδιο και αφετέρου ενάντια στο εθνικιστικό συλλαλητήριο στην Αθήνα στις 4/2, ρίχνουν εκτιμούμε μια μικρή έστω αχτίδα φωτός.
Στην πρώτη περίπτωση, και ειδικά στην απεργία- διαδήλωση της 12ης Γενάρη που κηρύχθηκε και οργανώθηκε παρά την άρνηση της ΓΣΕΕ να καλέσει σε απεργία, εκφράστηκε μια αξιοσημείωτη ταξική κινηματική δυναμική, η οποία μπορεί, στο βαθμό που θα αναπτυχθούν θαρραλέες πρωτοβουλίες προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση στο άμεσο μέλλον, να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός ανεξάρτητου συντονιστικού ταξικού αγώνα. Τόσο απέναντι στους βασικούς άξονες της αστικής πολιτικής όσο και στους επιμέρους, σ’ αυτούς δηλαδή που αποκρυσταλλώνουν στο καθημερινό μοριακό επίπεδο της ταξικής πάλης τα αποτελέσματα των αλλεπάλληλων αντεργατικών τομών των τελευταίων ετών.
Ενώ στη δεύτερη, η πλατιά αντιφασιστική κινητοποίηση που σημειώθηκε, με τη μαχητική συγκέντρωση στα Προπύλαια και την μαζική περιφρούρηση των δομών του κινήματος, στάθηκε πραγματικό ανάχωμα στην εξάπλωση του εθνικιστικού δηλητηρίου όσο και στις επιθετικές διαθέσεις των φασιστικών ομάδων κρούσης που επιχείρησαν να εμφανιστούν στο δρόμο μετά από καιρό. Γεγονός αναμφίβολα μεγάλης πολιτικής σημασίας, που αναδεικνύει δυνατότητες και μπορεί να αξιοποιηθεί ως παρακαταθήκη για μελλοντικές κινητοποιήσεις, ειδικά σε μια συγκυρία σαν την τωρινή, που προσφέρεται ποικιλοτρόπως για αντίστοιχου χαρακτήρα εθνικιστικές φασιστικές προκλήσεις.
Ασφαλώς δεν πετάμε στα σύννεφα. Έχουμε επίγνωση των μεγεθών και των ορίων του κινήματος αλλά και των σκληρών συνθηκών που βιώνει η τάξη μας καθημερινά προκειμένου να τα βγάλει πέρα. Συνθηκών που σε συνδυασμό με την απουσία πολιτικής ταξικής οργάνωσης παράγουν το κλίμα κινηματικής αποστράτευσης και κοινωνικής παράλυσης που παρατηρείται σε ευρεία κλίμακα σήμερα.
Γνωρίζουμε όμως ακόμα ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει∙ ότι απέναντι σε αυτήν την πολύ συγκεκριμένη διάταξη μάχης που λαμβάνει ο ταξικός εχθρός σήμερα, μοναδική διέξοδος, για όλους τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τις νέες και τους νέους, για όλους εμάς που βλέπουμε το παρόν μας να συνθλίβεται μέσα στις ατελείωτες μορφές ελαστικής εργασίας και τα προγράμματα κατάρτισης, την απλήρωτη εργασία, τους χαμηλούς μισθούς και την εργοδοτική αυθαιρεσία και το μέλλον μας να υποθηκεύεται – ακόμα και ως κρέας για κανόνια- στο όνομα αστικών και ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, είναι αυτή του μαζικού ανυποχώρητου ταξικού αγώνα.
Του αγώνα για δουλειά, αξιοπρεπή μισθό, συνδικαλιστικά δικαιώματα. Του αγώνα για κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία και παιδεία. Ενός αγώνα που επικοινωνεί και αλληλεπιδρά με τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό, το φασισμό και ενοποιείται πολιτικά στην πάλη για την ανατροπή της διπλής κυριαρχίας αστικής τάξης και ιμπεριαλισμού ανοίγοντας το δρόμο στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης.
Στην κατεύθυνση αυτή, η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας είναι σημαντική. Ο νέος γύρος της αντεργατικής-αντιλαϊκής επίθεσης που προετοιμάζεται δεν επιτρέπει καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες. Παραμερίζοντας ηγεμονισμούς, τακτικισμούς και εσωστρέφειες, οι δυνάμεις του κινήματος που βρέθηκαν σε κοινές πρωτοβουλίες αγώνα το προηγούμενο διάστημα πρέπει άμεσα να ξανασυναντηθούν, πιο αναβαθμισμένα αυτή τη φορά. Το άνοιγμα ενός εκ βαθέων διαλόγου ανάμεσά τους αποτελεί ένα από τα κρίσιμα ζητήματα του καιρού μας!