1
Η Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ συγκροτήθηκε το Μάρτη του 2014, ως αποτέλεσμα πολιτικής πρωτοβουλίας με αφορμή την εξάμηνη ανάληψη της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ και σκοπό την ανάληψη και συνδιαμόρφωση δράσεων ενάντια στην ΕΕ και τις ευρωεκλογές. Το ζήτημα της ελληνικής συμμετοχής στην ΕΕ κρίθηκε ως ένας κρίσιμος κόμβος της επαναστατικής στρατηγικής, που διαπερνά κάθετα το σύνολο της ταξικής πάλης όπως διαμορφώνεται στην παρούσα ιστορική στιγμή της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής επέλασης: «Το σάρωμα της τελευταίας πενταετίας γκρέμισε κοινωνικές συναινέσεις, κατεδάφισε κατακτήσεις και κεκτημένα, περιθωριοποίησε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, διέψευσε ψευδαισθήσεις και βεβαιότητες, φτωχοποίησε μεσοστρώματα, έχτισε στρατόπεδα συγκέντρωσης και όρθωσε φράχτες, προκάλεσε (ιδιαίτερα τη διετία 2010-12) ισχυρές -αλλά ασυνεχείς- κοινωνικές εκρήξεις, αναδιέταξε το αστικό πολιτικό σκηνικό και τους συσχετισμούς δυνάμεων, ανέδειξε την πολιτική πόλωση, έβγαλε στον αφρό φασίστες και νεοναζί και ανάμεσα στ’ άλλα έπληξε στον πυρήνα του το ιδεολόγημα της «Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύγκλισης και της αλληλεγγύης». Οι τεκτονικές πλάκες που μετακινούνται μπορούν να προκαλέσουν σεισμούς. Σεισμούς που μπορούν να οδηγήσουν είτε στο σκοτάδι του ακόμα πιο αντιδραστικού, του ακόμα πιο ολοκληρωτικού καπιταλισμού, είτε στο χάραμα εκείνων των συνθηκών που θ’ ανοίξουν το δρόμο για το στρατηγικό στόχο μας, για την Κοινωνική Επανάσταση, ο οποίος παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με την αναγκαιότητα της συγκρότησης ενός ανατρεπτικού-επαναστατικού κινήματος. Ένας στρατηγικός στόχος που δεν μπορεί παρά να παραμένει διακηρυκτικός όσο δεν συνδέεται και με τον τακτικό στόχο της σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια προλεταριακή θέση για το άνοιγμα ρηγμάτων στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», τη στιγμή που αυτό αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πλήρη τραπεζιτική-χρηματοπιστωτική του ένωση και την πλήρη διάλυση -κάτω από την πίεση των (αντιδρ)αστικών-«ευρωσκεπτιστικών» δυνάμεων- της ευρωζώνης του.
Το κάλεσμα ήταν χτισμένο πάνω στην ενότητα της αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστική πάλης, πάνω στις αξίες και τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και όχι του εθνικιστικού και αντιδραστικού ευρωσκεπτικισμού, θέτοντας ως φυσικούς συμμάχους τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις της Ευρώπης.
Στιγμή εκκίνησης της συνέλευσης αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ υπήρξε η συγκέντρωση ενάντια στη σύνοδο των Υπουργών Οικονομικών (Ecofin) και την ελληνική προεδρία της ΕΕ την 1η Απρίλη του 2014.
2
Στα δυόμιση χρόνια πορείας και δράσης της, η Συνέλευση επεδίωξε να συμβάλει στην όξυνση της ταξικής πάλης, όπως αυτή διαμορφώθηκε (ειδικά μετά το 2012) σε μια περίοδο ταξικής ήττας και αφομοίωσης της λαϊκής ανυπακοής, αλλά και κινηματικής υποχώρησης. Κεντρική πολιτική επιλογή υπήρξε η σύγκρουση με την εγχώρια αστική τάξη και η ανάδειξη της αναγκαίας, για τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, ρήξης με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Η επιθετική κίνηση εναντίον των βασικότερων αρμών της αστικής εξουσίας, δηλαδή η κίνηση που αμφισβητεί ευθέως τη στρατηγική επιλογή πρόσδεσης του ελληνικού κράτους στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, υπήρξε η πυξίδα λόγου και δράσης της συνέλευσης.
Η επιθετική αυτή κίνηση εκφράστηκε κυρίαρχα με παρεμβάσεις στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής (συνεχής παρουσία σε αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις, συγκεντρώσεις ενάντια σε Eurogroup, συμμετοχή στην αντιμπεριαλιστική διαδήλωση στη γερμανική πρεσβεία, υπεράσπιση του ταξικού ΟΧΙ ενάντια στα μνημόνια και τη λιτότητα, κλπ). Μια πολιτική δουλειά που εκφράστηκε πολύμορφα και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Προέδρου των ΗΠΑ στην Αθήνα, όπου η Συνέλευση πραγματοποίησε εκδήλωση στα γραφεία της, ενώ συμμετείχε και στο δυναμικό και αυτοπεριφρουρούμενο μπλοκ αναρχικών, αντιεξουσιαστών και κομμουνιστών στη διαδήλωση της 15ης Νοέμβρη. Ταυτόχρονα, η Συνέλευση δούλεψε και στο επίπεδο της μοριακής αποτύπωσης της ταξικής πάλης, συμμετέχοντας ενεργά και στο μέτρο των δυνάμεών της σε εργατικούς αγώνες και απεργιακές περιφρουρήσεις (με τη συμμετοχή της στο Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια), στις δράσεις ενάντια στις εργοδοτικές δολοφονίες στα ΕΛΠΕ και τα EVEREST, στη δημιουργία δομών αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες, στο πεδίο της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, στην αντιφασιστική πάλη, στον αγώνα ενάντια στο ναρκεμπόριο και τον κοινωνικό κανιβαλισμό στα Εξάρχεια (με την ενεργή συμμετοχή μας από την πρώτη μέρα του αγώνα και μετέπειτα με τη συμμετοχή μας στη Συνέλευση για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων) κλπ. Τα δυο επίπεδα δραστηριότητας (κεντρικό και μοριακό) δεν αποτελούν για εμάς μια διάζευξη, δε χωρίζονται μεταξύ τους με σινικά τείχη, αλλά αποτελούν μια οργανική ενότητα και ένα διαλεχτικό σχήμα. Η δραστηριότητά μας στα πεδία αυτά οφείλει να υπηρετεί μια κοινή στρατηγική. Η πολιτική παρέμβαση στην ταξική πάλη πρέπει να είναι κοινωνικά γειωμένη και να ακουμπάει (πάντα αναλογικά) όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Ακριβώς όπως σε όλα τα επίπεδα εντοπίζεται και η επίθεση του κεφαλαίου.
Βασικός άξονας δράσης της Συνέλευσης όλα αυτά τα χρόνια αποτέλεσε και η ανάδειξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Όχι απλά με την έκφραση της σε συλληφθέντες στο εξωτερικό (όπως η συγκέντρωση στην ισπανική πρεσβεία σε ένδειξη αλληλεγγύης σε αντιφασίστες που συνελήφθησαν στην Ισπανία επειδή πάλεψαν δίπλα στις λαϊκές πολιτοφυλακές στην Αν. Ουκρανία), αλλά με την προσπάθειά μας να οικοδομήσουμε ένα πραγματικό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο. Σε αυτή την κατεύθυνση παρευρεθήκαμε ως παρατηρητές στη “Διεθνή Αντιφασιστική Συνάντηση για το Donbass” στις 10 και 11 Οκτώβρη του 2015 στην Αθήνα, συμμετείχαμε στο 7ο Διεθνές Αντιιμπεριαλιστικό Συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου (Τουρκίας) στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 2016, μέλη μας συμμετείχαν σε αντιιμπεριαλιστικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Συρία, στο Λίβανο και στο Κουρδιστάν, σαν συνέλευση στηρίξαμε τη συναυλία αλληλεγγύης του Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου (Τομέα Ελλάδας) στα φυλακισμένα μέλη του Grup Yorum, ενώ την Πρωτομαγιά θα συμμετέχουμε και στο αντιφασιστικό καραβάνι στην Αν. Ουκρανία.
3
Μετά από δυόμιση χρόνια δραστηριότητας, θεωρούμε αναγκαία την ιδεολογική και πολιτική -επομένως και οργανωτική- αναβάθμιση της Συνέλευσης. Της συγκρότησης, δηλαδή, εκείνης της οργανωτικής μορφής που θα συμβάλει με τις δυνάμεις της στην προλεταριακή ανασυγκρότηση και την ταξική αντεπίθεση σε μια εποχή φρενήρους επέλασης του κεφαλαίου.
Για να βρούμε, όμως, εκείνη την οργανωτική μορφή κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να ορίσουμε το πολιτικό περιεχόμενο που θα τη γεμίσει. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει, έστω και ακροθιγώς, να ορίσουμε στη δοσμένη κοινωνική συγκυρία: α) το πεδίο του εχθρού β) το πεδίο της κοινωνίας και γ) το πεδίο του ευρύτερου κινήματος. Ακολούθως, θα πρέπει να ορίσουμε τη δική μας θέση μέσα στα πεδία αυτά, όπως και τους πολιτικούς σκοπούς και τα μέσα.
4
Από το 2007 σέρνεται μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, μια νομοτελειακή κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η επίσημη κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή η ιδεολογία της κυρίαρχης εκμεταλλευτικής τάξης, προσπαθεί να πείσει τις υποτελείς τάξεις πως η κρίση αποτελεί μια δυσλειτουργία του συστήματος που θα επιδιορθωθεί με τη λήψη συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων μέτρων που θα επαναφέρουν την ανάπτυξη και την ανάκαμψη της οικονομίας. Κι ακόμα χειρότερα προσπαθεί να μας πείσει πως είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι και συνδαιτυμόνες στο μεγάλο φαγοπότι, πως ζούσαμε πάνω από τις πραγματικές μας δυνατότητες, πως «μαζί τα φάγαμε».
Η αλήθεια, όμως, είναι πως η κρίση βρίσκεται στο ίδιο το DΝΑ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι το σημείο έκρηξης των εγγενών του αντιφάσεων. Είναι η ίδια η «επιτυχία» του καπιταλισμού (υπερσυσσώρευση κερδών, άρα και κεφαλαίου), που οδηγεί και στην αποτυχία του (αδυναμία επαρκών επενδύσεων). Η κρίση γεννιέται στο σκληρό πυρήνα του συστήματος, στη σφαίρα της παραγωγής, περνά στις άλλες οικονομικές σφαίρες (κυκλοφορία, διανομή), και καταλήγει σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Η καπιταλιστική κρίση εμφανίζεται ακαριαία ως καθολική κρίση αναπαραγωγής ολόκληρου του υπάρχοντος status quo: είναι ταυτόχρονα οικονομική, επισιτιστική, οικολογική, κρίση του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος, κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής κλπ. Η μονιμοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επανακάμψει η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή. Αλλά, η οποιαδήποτε υποτυπώδης και αναιμική ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας θα πατήσει πάνω στο τσάκισμα των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και την ανακατανομή στο συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία υπέρ του πρώτου και εις βάρος της δεύτερης.
Ταυτόχρονα, η κρίση γεννά γεωπολιτικές ανακατατάξεις, επαναπροσδιορισμούς συμμαχιών και ανταγωνισμών και όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων. Οι «θερμές» και «ψυχρές» περιφερειακές συγκρούσεις ολοένα και πυκνώνουν (Ουκρανία, Συρία, Υεμένη, Μαύρη Θάλασσα, Αρκτική, Νότια Σινική Θάλασσα κλπ), ενώ το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου επανεμφανίζεται. Ενδεικτική είναι η αλλαγή του δόγματος του ΝΑΤΟ, η στοχοποίηση της Ρωσίας ως «εχθρικής χώρας» και η δημιουργία της νατοϊκής δύναμης ταχείας επέμβασης στην Ανατολική Ευρώπη. Μάλιστα, σύμφωνα με απόρρητο τηλεγράφημα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που διέρρευσε το WikiLeaks και δημοσίευσε πριν 4 χρόνια η βρετανική εφημερίδα Guardian, το ΝΑΤΟ είναι πλήρως προετοιμασμένο να εξαπολύσει «κεραυνοβόλο πόλεμο» εναντίον της Ρωσίας. Ο Ρώσος Στρατηγός Νικολάι Μακάροβ, δήλωνε το 2011: «Δεν αποκλείω τοπικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις με εξέλιξη ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων». Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η αναθεωρημένη «Λευκή Βίβλος για την Άμυνα» της γερμανικής κυβέρνησης, όπου καθορίζεται η αναβάθμιση της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής του γερμανικού κράτους και στοχοποιείται η Ρωσία ως πρόκληση για την ασφάλεια της ΕΕ. Στον πρόλογο της «Λευκής Βίβλου» η καγκελάριος Ά. Μέρκελ γράφει με νόημα: «Ο κόσμος του 2016 είναι αναστατωμένος (…) Η ειρήνη και η σταθερότητα δεν είναι κάτι δεδομένο ακόμα και για την Ευρώπη». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον διαρκούς κρίσης και οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, οι λαοί δεν πρέπει να ταυτιστούν με τις αστικές τάξεις των χωρών τους στο όνομα ενός δήθεν «πατριωτικού» δόκανου. Θα πρέπει να σφυρηλατήσουν τον προλεταριακό διεθνισμό, να υπερασπιστούν τα δικά τους συμφέροντα, να υψώσουν τις δικές τους σημαίες.
Η δημιουργία ενός πλατιού διεθνιστικού μετώπου είναι σήμερα αναγκαία προϋπόθεση για να ορθώσουμε αναχώματα στην οξυμένη ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και στο ενδεχόμενο να στηθεί ένα ακόμα σφαγείο για τους λαούς όλου του κόσμου. Ενός μετώπου που θα χτίσει την προλεταριακή αντεπίθεση, την επαναφορά στο προσκήνιο της ιστορίας των πληβείων και των κολασμένων. Να ξαναγράψει την ιστορία ο εργαζόμενος λαός, συντρίβοντας το κεφάλαιο και τις αντιδραστικές δυνάμεις που το υπηρετούν. Και αναγκαία συνθήκη γι’ αυτό είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη ανάμεσα στους αγωνιζόμενους, με βασικό προαπαιτούμενο τη μάχη που δίνουμε στον ίδιο μας τον τόπο.
5
Οι τριγμοί της καπιταλιστικής κρίσης υπήρξαν ακόμα μεγαλύτεροι στην Ελλάδα, όντας ο «αδύναμος κρίκος» της ΕΕ. Η ελληνική κρίση είναι μεν ενταγμένη στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, ωστόσο περιλαμβάνει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: η ελληνική οικονομία εμφανίζει υψηλό δημόσιο χρέος, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγωγή και αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται στην πρόσδεση στην ΕΕ και ειδικά στη συμμετοχή στην ΟΝΕ, οι οποίες προϋπέθεταν τη διάλυση του πρωτογενή τομέα και την παράδοση του στο διεθνές κεφάλαιο, την αποβιομηχανοποίηση, αλλά και την ευνοϊκή πολιτική απέναντι στα μονοπώλια μέσα από τη χρηματοδότησή τους, τη μείωση της φορολογίας για τα κέρδη τους και τις φοροαπαλλαγές. Η Ελλάδα κατέχει ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με μια υποβασταζόμενη οικονομία και ισχυρές εξαρτήσεις από ΕΕ και ΗΠΑ, ενώ η θέση της χώρας στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό διαρκώς υποβαθμίζεται. Για την ελληνική αστική τάξη η πρόσδεση στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού είναι όρος επιβίωσης και όχι απλά μια «επιλογή στρατοπέδου». Το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, δηλαδή η διαφορετική δύναμη πυρός των κεφαλαίων, η αναπόφευκτη ανισομετρία της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και οι συνακόλουθες διαβαθμίσεις, διαστρωματώσεις και σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, αποτελεί το πεδίο δραστηριότητας του ελληνικού κεφαλαίου και του κρατικού σχηματισμού που το εκπροσωπεί. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι σχέσεις εξάρτησης βαθαίνουν καθοριστικά, ενώ, ταυτόχρονα και αδιαχώριστα, διαμορφώνεται το κατάλληλο περιβάλλον (οικονομικό, νομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) για την κερδοφορία του ντόπιου κεφαλαίου. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας είναι τα ίδια τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις. Για αυτό και τα προλεταριακά λαϊκά συμφέροντα μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο μέσα από μια στρατηγική ρήξης και σύγκρουσης με την ΕΕ και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Ο κόσμος της εργασίας σήμερα δέχεται μια διπλή καταπίεση από τους ιμπεριαλιστές δανειστές και την ντόπια αστική τάξη, που αναπτύσσουν μια ανισόμετρη και ιεραρχημένη συμμαχία, μετατρέποντας σταδιακά τον τόπο σε μια τεράστια (τυπική ή άτυπη) Ειδική Οικονομική Ζώνη. Το βάθεμα του καθεστώτος εξάρτησης σήμερα αποτυπώνεται ξεκάθαρα με τη διπλή λειτουργία των μνημονίων ως: α) βασικό μοχλό απαξίωσης της εργατικής δύναμης και β) ιμάντα μεταβίβασης αξίας και υπεραξίας από την περιφέρεια προς το κέντρο. Η πολύπλευρη και καταιγιστική επίθεση εναντίον των εργατικών λαϊκών συμφερόντων είναι η προϋπόθεση της επανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δημιουργεί όμως ευρεία κοινωνική δυσαρέσκεια και απονομιμοποίηση της αστικής πολιτικής σκηνής. H καθίζηση πολιτικών σχηματισμών και η ανακατάταξη του αστικού πολιτικού τοπίου με τις πρώην «αντιμνημονιακές» δυνάμεις (ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ) να ηγούνται πλέον της μνημονιακής επέλασης δείχνει όχι μονάχα την προσαρμοστικότητα του συστήματος, αλλά και τις δικές μας ελλείψεις στην οργάνωση και κατεύθυνση της λαϊκής ανυπακοής από τις επαναστατικές δυνάμεις.
6
Στο κοινωνικό πεδίο παρατηρούμε μια στάση μουδιάσματος και αναμονής, κυρίως έπειτα από την ανάληψη της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ. Η νέα σοσιαλδημοκρατία, πείθοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας για μια «φιλολαϊκή» διαχείριση της κρίσης εντός της ΕΕ και μια “αναίμακτη” έξοδο από τα μνημόνια, εκμεταλλευόμενη το κενό επαναστατικής πρωτοπόρας δύναμης, κατάφερε να απορροφήσει τους τριγμούς που προκάλεσε η ένταση της ταξικής πάλης (ιδιαίτερα τα έτη 2010-12) μέσα από την εκλογική ανάθεση. Είναι δεδομένο πια το κοινωνικό μούδιασμα και η εσωτερίκευση των διαδοχικών ταξικών ηττών. Αυτή η κατάσταση αντανακλάται και στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα, που έχει απολέσει μεγάλο κομμάτι της ορμητικότητας και του μαχητικού του πνεύματος. Η κινηματική αποσυσπείρωση, ο σεχταρισμός, τα δομικά προβλήματα και ο ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός αφοπλισμός του μεταμοντερνισμού και του αφορμαλισμού δημιουργούν ένα περιβάλλον που δεν είναι πρόσφορο για το ξεδίπλωμα μιας οργανωμένης και στοχευμένης επαναστατικής στρατηγικής. Παρ’ όλα αυτά, στο κίνημα υπάρχει η ανάπτυξη μιας αξιόλογης δυναμικής, αλλά διασκορπίζεται από την έλλειψη συνεκτικής πολιτικής και συγκεκριμένης στόχευσης. Το να εμφανιστούν οργανωμένες δυνάμεις που με την ανάπτυξη συνεκτικής επαναστατικής θεωρίας και μαχητικού λόγου και δράσης, δυνάμεις που θα αναζωογονήσουν το κίνημα και θα το ξαναστήσουν στα πόδια του, είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να κατακτηθούν κρίσιμες κοινωνικές μάζες και να ξαναμιλάμε με όρους κοινωνικής επανάστασης στην πράξη και όχι ιδεαλιστικά.
7
Μέσα στην κατάσταση χρεοκοπίας της εγχώριας οικονομίας και του πολιτικού της εποικοδομήματος, προμηνύεται μια συνθήκη μακροχρόνιας σήψης. Μοναδική ελπίδα είναι η συγκρότηση ενός μαχητικού και οργανωμένου κινήματος που θα ανοίξει στην πράξη την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, θα χρειαστεί να δουλέψει μέσα στις προλεταριακές μάζες, να αποκτήσει την απαραίτητη κοινωνική γείωση, να αφουγκραστεί τις κοινωνικές ανάγκες και να προσδώσει ριζοσπαστικό περιεχόμενο στην αδιάκοπη ταξική πάλη, που σε μια εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται πέρα από τις επιμέρους θελήσεις των συντελεστών της ή από τον βαθμό όξυνσης ή ύφεσης.
Στη δεδομένη συγκυρία ακραίας ταξικής επίθεσης και υπαρξιακού αγώνα της τάξης μας για να επιβιώσει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, καλούμαστε να ξεπεράσουμε τον επίπλαστο διαχωρισμό τακτικών και στρατηγικών, ενδιάμεσων και επαναστατικών στόχων. Να τους αντιληφθούμε ως τμήματα ενιαία και αδιαχώριστα της εξελικτικής επαναστατικής διαδικασίας. Η ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική δεν είναι μονάχα μεθοδολογικό σφάλμα, αλλά και πολιτική αυτοκτονία. Οφείλουμε να θέσουμε στην πράξη τόσο τους άμεσους στόχους πάλης (ανάσχεση του κύματος επίθεσης του κεφαλαίου, ανάλυση και κατανόηση των αιτιών της κρίσης, ανάπτυξη δομών αυτοπροστασίας του κινήματος, εγχειρημάτων ταξικής αλληλεγγύης, κλπ) όσο και τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους, που η πραγμάτωσή τους δεν εναπόκειται απλά στη θέλησή μας, αλλά εξαρτάται από το ίδιο το ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης σε συνδυασμό με το επίπεδο ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα (έξοδος από το καθεστώς των μνημονίων, έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, μονομερής διαγραφή χρέους). Στόχοι που δεν μπορούν να εξεταστούν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, που συναποτελούν μια οργανική ενότητα, που αλληλοδιαπλέκονται, αλληλοδιεισδύουν και ο ένας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον άλλο. Στόχοι που ανοίγουν στην πράξη το δρόμο για την επαναστατική ρήξη, το τσάκισμα του αστικού κρατικού μηχανισμού, την οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στη βάση των λαϊκών αναγκών και όχι της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αναγκαία βήματα για να ανοίξει το ιστορικό πέρασμα προς την αναρχία και τον κομμουνισμό.
Άμεσο πολιτικό μας χρέος είναι η ανασυγκρότηση του προλεταριάτου ως επαναστατικό ταξικό υποκείμενο, που αναγνωρίζει τη θέση του και τον ιστορικό του ρόλο. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η επαναστατική ανασύνταξη, με τη συγκρότηση κεντρικού επαναστατικού φορέα, που θα οργανώσει και θα μορφοποιήσει την αυθόρμητη λαϊκή ανυπακοή, oχυρώνοντάς την απέναντι στο ρεφορμισμό και την αφομοίωση. Ενός φορέα που θα εδαφικοποιήσει την προλεταριακή αντεξουσία, θα συγκεντρώσει την αναγκαία μαχητική ισχύ (ιδεολογική, πολιτική, στρατιωτική) στους αποφασιστικούς χρόνους και χώρους, θα σφυρηλατήσει την ενότητα και τη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων πάνω στη χάραξη κοινά καθορισμένης στρατηγικής, θα θέσει την επαναστατική αντί-βία στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων, θα στοχεύσει στην κεντρική πολιτική αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος του, υπονομεύοντας σημαντικούς κόμβους της αστικής στρατηγικής. Πάντοτε, όμως, το δέον δεν ταυτίζεται με τις δοσμένες υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες. Η θέληση δεν ταυτίζεται με το εφικτό. Βρίσκεται σε μια τριβή με την πραγματική ζωή και τις δοσμένες αντικειμενικές και υλικές συνθήκες, που σήμερα συμπυκνώνονται σε τρία βασικά σημεία: ακραία επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, αποδιοργάνωση και υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα, κινηματική αποσυσπείρωση. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από λεκτικούς μαξιμαλισμούς και τα κενά δεν θα καλυφθούν μέσα από βολονταριστικά άλματα. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η σκληρή και μακρόχρονη δουλειά του μυρμηγκιού, δουλειά ιδεολογική, πρακτική και οργανωτική ταυτόχρονα. Δουλειά που σε γείωση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες θα προχωρήσει στη βαθμιαία και εξελικτική πραγμάτωση των στόχων που θέτει, μέσα από τη μετωπική πολιτική δουλειά και τη συγκρότηση ευρύτερων κινηματικών συμμαχιών.
Στην υπάρχουσα συνθήκη λοιπόν, στην οποία καλούμαστε να δώσουμε μια τιτάνια μάχη, μια διπλή μάχη, από τη μία για την ιδεολογικοπολιτική ανασυγκρότηση της τάξης μας και από την άλλη για την οργάνωση της αντεπίθεσης μας στο κεφάλαιο, χρέος μας είναι να αναλύσουμε τους συσχετισμούς (επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του κινήματος και της τάξης, οικονομικοπολιτική συγκυρία) ώστε να αρθρώσουμε τα επίκαιρα αιτήματα που αντανακλούν το επίδικο της ιστορικής συγκυρίας. Μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε έναν προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εποχής σχεδιασμό μάχης και να μπούμε δυναμικά στον αγώνα μπολιάζοντας το μερικό με το συνολικό. Η ενότητα του «οικονομικού» και του «πολιτικού» αγώνα είναι ενότητα διαλεκτική και αποτελεί την πρώτη ύλη για τη χάραξη μιας επαναστατικής πολιτικής. Γιατί η σύνδεση με το λαϊκό παράγοντα είναι απαράβατος κανόνας της επαναστατικής διαδικασίας· γιατί η θέση μας μέσα σε αυτούς τους αγώνες δεν είναι αφαιρετικά αυτονόητη, ούτε οριοθετείται στην υποκειμενική -άρα και αποκομμένη- μας παρουσία. Η επαναστατική πολιτική είναι πολιτική ενότητας με το αγωνιζόμενο υποκείμενο γιατί επικοινωνεί και ζυμώνεται μαζί του, ώστε να υπηρετεί στην πράξη την εκτροπή από το ρεφορμισμό και να προσδίδει στον (εκάστοτε) αγώνα μια πραγματική αντικαπιταλιστική προοπτική.
8
Η σημερινή ιστορική στιγμή είναι σίγουρα ασφυκτική για τον εργαζόμενο λαό. Ολοένα και επιταχύνεται η νεοαποικιοκρατικού τύπου λεηλασία του τόπου και του λαού του, μέσα από τη μνημονιακή επέλαση του κεφαλαίου. Ζούμε σε ένα καθεστώς μονιμοποιημένης έκτακτης ανάγκης, σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Οι απανωτές ταξικές ήττες σκορπούν την απογοήτευση και την αποδιοργάνωση στην κοινωνία. Εδώ, όμως, έρχεται ο ιστορικός ρόλος της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής να χτυπήσει στην πράξη την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρεία. Τίποτα δεν είναι προδικασμένο. Η ιστορική γνώση πως σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης οι συσχετισμοί γίνονται ιδιαίτερα ρευστοί, μας ορίζει ένα επαναστατικό καθήκον που εκφράζεται μέσω της στρατιωτικής και πολιτικής οργάνωσης που θα πρέπει να χτίσουμε για να χτυπήσουμε τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την επαναστατική ανύψωση των εξεγερτικών γεγονότων που νομοτελειακά θα ξανασυμβούν, αφού οι εφεδρείες του συστήματος λιγοστεύουν και χάνουν την κοινωνική νομιμοποίηση που απολάμβαναν, ενώ τα μνημόνια που διαιωνίζουν την ύφεση είναι καταδικασμένα να αποτύχουν. Σε αυτές τις συνθήκες συστημικής σήψης, η επαναστατική προοπτική οφείλει να γίνει εφικτή και άμεση ως η μόνη λύση στο μνημονιακό και καπιταλιστικό μονόδρομο.
Η επαναστατική προοπτική έχει συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε σε μια συγκυρία καπιταλιστικής κρίσης που οξύνει τις αντιθέσεις, και για μια χώρα όπως η Ελλάδα που βρίσκεται σε καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ανίκανη να ασκήσει αυτόνομη οικονομική και πολιτική στρατηγική. Το άμεσο καθήκον μιας επαναστατικής πρωτοπορίας είναι να παλέψει για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης με ταξικούς όρους. Με πάλη δηλαδή για την ανατροπή της αστικής τάξης και την αποδέσμευση από τον ιμπεριαλιστικό κλοιό.
Η πείρα των μεγάλων ιστορικών ανατροπών, όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις έφταναν σε οριακά σημεία όπως συμβαίνει και σήμερα, μας έχει διδάξει ότι δεν επετεύχθησαν ποτέ μόνο με ειρηνικά μέσα, αλλά και με βίαια.
Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, ανοίγονται επαναστατικές προοπτικές γιατί η βία του κεφαλαίου γίνεται απροκάλυπτη και οι επαναστατικές ιδέες γίνονται επίκαιρες και εφαρμόσιμες, όχι ως γενικόλογο όραμα αλλά ως αυτοσκοπός για την επιβίωση μας ως εκμεταλλευόμενοι. Σήμερα, απέναντι τόσο στο αστικό κράτος που κατέχει το μονοπώλιο της βίας, όσο και στη ρεφορμιστική αριστερά που αναπαράγει το φόβο και την αναμονή στο όνομα των κατάλληλων συσχετισμών δύναμης, εμείς πιστεύουμε πως η επαναστατική βία αποτελεί εδώ και τώρα μια απαραίτητη πολιτική πρακτική του κινήματος. Και αυτό γιατί σε ιστορικές περιόδους τόσο οξυμένων αντιθέσεων, η αυτοάμυνα των προλετάριων απέναντι στην οικονομική τους εξαθλίωση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν. Η βία είναι αυτή που καθορίζει το χαρακτήρα της αστικής πολιτικής σε συνθήκες κρίσης και όχι η απόσπαση κοινωνικής συναίνεσης όπως συνέβαινε σε περιόδους ανάπτυξης και δυνατότητας για αναδιανομή του κεφαλαίου προς τα κάτω. Και με αυτό το δεδομένο, πως δηλαδή η διαχείριση της κρίσης γίνεται με πολεμικούς όρους απέναντι στους προλετάριους, με πλήρη ετοιμότητα ακόμα και για στρατιωτική επιβολή των σχεδίων του κεφαλαίου, όποιος νομίζει ακόμα ότι μπορεί να αναχαιτίσει την αστική τάξη που μας επιτίθεται με ειρηνικά ή κοινοβουλευτικά μέσα, δεν μπορεί να λέγεται ούτε κομμουνιστής, ούτε αναρχικός, ούτε επαναστάτης.
Η επαναστατική πάλη είναι η πάλη για το σχηματισμό της προλεταριακής αυτοάμυνας και αντεπίθεσης. Στις σημερινές συνθήκες, τα προλεταριακά συμφέροντα δεν μπορούν να περιφρουρηθούν παρά μόνο με τη βία απέναντι στη βία του κεφαλαίου. Και αυτό προκύπτει από την ανάλυση των σημερινών συσχετισμών, της ήττας δηλαδή του κινήματος που επιμένει να παραμένει ανοργάνωτο απέναντι στο τσάκισμα των κεκτημένων της εργατικής τάξης του περασμένου αιώνα, μετατρέποντας μας σε σύγχρονους δούλους, αλλά και τα καθήκοντα που καθορίζει η ιστορική μας αποστολή να μην αφήσουμε το κεφάλαιο να διαιωνίσει την κυριαρχία του πατώντας πάνω στο φόβο και την ανετοιμότητα του κινήματος της δικής μας εποχής.
9
Μελετώντας το γενικό περίγραμμα της παρούσας ιστορικής στιγμής, ορίζοντας τα άμεσα επαναστατικά καθήκοντα που απαιτεί η εποχή μας και θέτοντας τους απαραίτητους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και απώτερους στόχους πάλης που συνθέτουν μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, καταλήγουμε σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: η πολιτική αναβάθμιση της Συνέλευσης είναι απαραίτητος όρος και νομοτελειακή κατάληξη της ανάλυσής μας. Η οργανωτική αναβάθμισή της κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση.
Για να συμβάλουμε, με τις δικές μας δυνάμεις, στη συγκρότηση ενός κέντρου των επαναστατικών δυνάμεων. Της μόνης ικανής δύναμης για να κάνει την επαναστατική ανατροπή ιστορικά εφικτή.
Οργανώσου για την ταξική αντεπίθεση
Πόλεμο σε κράτος, κεφάλαιο, ιμπεριαλισμό
Για την αναρχία και τον κομμουνισμό
Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών)
[πρώην Συνέλευση αναρχικών κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ]