Σχετικά με την αντιφασιστική/διεθνιστική συγκέντρωση στα Προπύλαια (20/01) και ορισμένα συμπεράσματα για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών
Μέσα στο προεκλογικό κλίμα, που εγκαινιάστηκε και επίσημα μετά την αποχώρηση από τη μακροβιότερη μνημονιακή συγκυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) του ακροδεξιού συνεταίρου, με την επέκταση της ευρωατλαντικής “ολοκλήρωσης” των δυτικών Βαλκανίων προ των πυλών (μέσω της επικύρωσης της αμερικανοκίνητης Συμφωνίας των Πρεσπών και από το ελληνικό κοινοβούλιο), οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών και των δοσίλογων, οι νεο-εθνικόφρονες νατοϊκοί στρατηγοί, οι χουντικοί ρασοφόροι, οι ναζιστές δολοφόνοι του Σαχζατ Λουκμάν, του Παύλου Φύσσα, του Petrit Zifle, ένα χρόνο μετά το περσινό συλλαλητήριο-φιάσκο για τη “Μακεδονία που είναι μια και είναι ελληνική”, λιγουρεύτηκαν και πάλι το “αθηναϊκό πεζοδρόμιο” καλώντας πανελλαδικό εθνικιστικό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.
Μέσα σ’ αυτή την συγκυρία και με νωπή ακόμα την ελπιδοφόρα παρακαταθήκη της 4ης Φλεβάρη 2018, η Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών) κάλεσε τις ταξικές και κοινωνικές δυνάμεις του κινήματος σε συσπείρωση και σε ανοιχτή συνέλευση στις 16/1 στο ΕΜΠ για τη συνδιοργάνωση διεθνιστικής-αντιφασιστικής κινητοποίησης. Στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν Πολιτικές Ομάδες, Συλλογικότητες, Στέκια, Καταλήψεις, Σύντροφοι – Συντρόφισσες και συναποφασίστηκε η διοργάνωση διεθνιστικής αντιφασιστικής Συγκέντρωσης στα Προπύλαια στις 20 Γενάρη, απέναντι και ενάντια στον εσμό της νεο-εθνικοφροσύνσης, με κοινό κάλεσμα στο οποίο αναφερόταν: Καμία συμμετοχή. Καμία ανοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Πίσω φασίστες – Εμπρός Σύντροφοι!
Το μεσημέρι της Κυριακής 20 Γενάρη, περίπου 200 αναρχικοί-αναρχικές και κομμουνιστές-κομμουνίστριες συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία Εξαρχείων και κινηθήκαμε συγκροτημένα ως τα Προπύλαια. Μέσα στο αστυνομοκρατούμενο αθηναϊκό κέντρο, πριν και κατά τη διάρκεια της μάζωξης του φασιστικού-εθνικιστικού εσμού που είχε καταφτάσει με μισθωμένα πούλμαν απ’ όλη την Ελλάδα χωρίς να καταφέρει παρ’ όλα αυτά να προσεγγίσει σε αριθμό τον αντίστοιχο περσινό, εκατοντάδες διεθνιστές-διεθνίστριες υψώσαμε για πάνω από τρεις ώρες ανάχωμα υπενθυμίζοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι η Αθήνα ήταν, είναι και θα είναι πόλη αντιφασιστική, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τους τσακισμένους φασίστες σε διάφορα σημεία του κέντρου και των αθηναϊκών συνοικιών.
Σχετικά με τα βασικά επίδικα της συμφωνίας Τσίπρα – Ζάεφ
Μετά από πολιτικές αψιμαχίες, που οδήγησαν στην αποχώρηση της ακροδεξιάς συνιστώσας της κυβέρνησης, τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να κυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών. Για να τα καταφέρει χρειάστηκε πολιτικές καραμπόλες, δανεικούς βουλευτές και αρκετό σπρώξιμο από την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ωστόσο, πέρα από τις δευτερεύουσας σημασίας πολιτικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δηλώσεις του πρώην υπουργού “Άμυνας” Πάνου Καμένου: «Οι ΑΝΕΛ ήμασταν από την πρώτη στιγμή υπέρ της στροφής της Ελλάδος προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό επετεύχθη και η κυβέρνηση γύρισε το καράβι της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 2015. Οι ΗΠΑ και οι δυο τελευταίοι πρόεδροι, ο πρόεδρος Ομπάμα με την επίσκεψή του και ο πρόεδρος Τραμπ, βοήθησαν τη χώρα να βγει από την κρίση. Αν κάποιος βοήθησε τη χώρα να βγει από την κρίση είναι οι ΗΠΑ και οι γεωπολιτικές συμμαχίες που κάναμε με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με τις ΗΠΑ πλέον και την εμπλοκή της Exxon Mobil και των αμερικανικών εταιρειών στην εξόρυξη φυσικού αερίου, όπως επίσης και με τη δημιουργία της μεγάλης αποθήκης φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ελλάδας ταυτίζονται. Είχα την ιδιαίτερη τιμή προχθές να με επισκεφθεί για ακόμα μια φορά ο Αμερικανός πρέσβης στο υπουργείο εθνικής άμυνας (…) Με τις ΗΠΑ, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο ότι πιστεύουμε στην κοινή πορεία. Το κάναμε πράξη και στις στρατιωτικές συμφωνίες οι οποίες έγιναν. Εμπιστεύομαι περισσότερο τις ΗΠΑ από την Ευρωπαϊκή Ένωση σα σύμμαχο».
Προς επίρρωση των δηλώσεων αυτών, ήρθε η «Ολοκληρωμένη Έκθεση του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για την Ελλάδα» στην οποία ενδεικτικά αναφέρεται: «η Ελλάδα είναι ένας αφοσιωμένος εταίρος στην προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων εντός και εκτός Ελλάδας (…) η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει την εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας και το υπουργείο Άμυνας πρόσφερε πρόσθετες εγκαταστάσεις, εκτός του Κόλπου της Σούδας». Η έκθεση αυτή, πέραν του ότι είναι ενδεικτική της αμερικανοδουλείας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι άσχετη με τη συμφωνία των Πρεσπών, καθώς το U.S. Department of State καλεί την αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα: «να υποστηρίξει και να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην ενσωμάτωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ» ώστε να περιορίσει την «κακοήθη επιρροή της Ρωσίας και την οικονομική εισβολή της Κίνας» και να «προτρέψει την Ελλάδα να εφαρμόσει τη συμφωνία για το θέμα της ονοματοδοσίας της Μακεδονίας». Μετά από έναν περίπου χρόνο που πέρασε από την επανεκκίνηση του «μακεδονικού» και μετά την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, οφείλουμε να βγάλουμε ορισμένα κρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα:
– Η συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια λεόντειος συμφωνία υπέρ του ελληνικού κράτους, γεγονός που αντανακλά την ανώτερη θέση της Ελλάδας έναντι της Β. Μακεδονίας στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό. Η Ελλάδα συμμετείχε από θέση ισχύος στις διαπραγματεύσεις. Ενδεικτικό αυτής της ανισομετρίας ήταν το πρωτοφανές γεγονός της επιβολής συνταγματικής αναθεώρησης στη Β. Μακεδονία.
– Το πραγματικό επίδικο της συμφωνίας των Πρεσπών δεν ήταν το δευτερευούσης σημασίας “ονοματολογικό” ζήτημα, αλλά η ευρωατλαντική ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων, στο πλαίσιο των οξυμένων ανταγωνισμών του ευρωατλαντικού άξονα με τον αντίστοιχο ρωσοκινέζικο. Όπως γράφαμε στην ανακοίνωση ενάντια στην εθνικιστική φιέστα της 4ης Φλεβάρη: «Αυτή η αναμόχλευση των εθνικισμών, που προκύπτει αντικειμενικά από τις κινήσεις αυτές, δεν είναι ένα απλό τοπικό ζήτημα, αλλά λαμβάνει χώρα στο φόντο του σκληρού ανταγωνισμού ΗΠΑ – Ρωσίας στην περιοχή των Βαλκανίων. Από τη μια πλευρά,οι ΗΠΑ έχοντας δυνατά ερείσματα στην περιοχή μετά την πτώση του λεγόμενου “ανατολικού μπλοκ” δημιουργούν γεωπολιτικές, οικονομικές, ενεργειακές και διπλωματικές συμμαχίες με σκοπό τον απόλυτο έλεγχο και τον περιορισμό της ρωσικής διείσδυσης στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ κάνει ακόμα πιο εμφανή την παρουσία του στα Βαλκάνια, επενδύοντας σε κράτη όπως η Αλβανία, το Κόσοβο, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Σε αυτή τη συγκυρία, και δεδομένης της ρήξης των σχέσεων των ΗΠΑ με την Τουρκία, οι Αμερικάνοι-όπως φαίνεται μεταξύ άλλων και από τη δημιουργία νέας στρατιωτικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη- θεωρούν ως κομβικό το ρόλο της Ελλάδας, αφού σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, η Ελλάδα είναι ένας “ευέλικτος γεωπολιτικός μεντεσές”. Από την πλευρά της η Ρωσία ενισχύει τη διείσδυσή της στη Σερβία και τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ενώ διατηρεί ισχυρά φιλορωσικά ερείσματα σε άλλα κράτη (όπως το Μαυροβούνιο), προσπαθώντας να ανατρέψει το συσχετισμό δύναμης στην περιοχή. Σε αυτό το φόντο των οξύτατων ανταγωνισμών η είσοδος της FYROM στο ΝΑΤΟ είναι επιτακτική για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και της ΕΕ. Αντικειμενικά, λοιπόν, το “ονοματολογικό” ζήτημα εγείρει για ακόμα μια φορά τα εθνικιστικά πάθη ανάμεσα στις δυο συμμαχικές χώρες, την Ελλάδα και τη FYROM. Κάπως έτσι, μαζί με τα γεράκια του αστικού κοσμοπολιτισμού εμφανίζονται και οι βρικόλακες του εθνικισμού».
– Πέρα από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, κερδισμένο από την συμφωνία των Πρεσπών βγαίνει το κεφάλαιο και από τις δυο πλευρές των συνόρων, καθώς ανοίγει ξανά ο δρόμος για την επιθετική επανεξόρμηση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, αλλά και ένα καινούριο πεδίο κερδοφορίας για το μακεδονικό κεφάλαιο: «Οι αστικές τάξεις των δυο χωρών και το πολιτικό τους προσωπικό προσβλέπουν στη συμφωνία αυτή τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση, βλέπουν δολάρια και ευρώ να ρέουν, αγωγούς φυσικού αερίου να χτίζονται. Όμως για να πραγματοποιηθούν τα σχέδιά τους θα πρέπει η εργατική δύναμη να κινεζοποιηθεί κι’ άλλο, θα πρέπει τα εργασιακά δικαιώματα να γίνουν χαρτοπόλεμος και οι πραγματικοί όροι διαβίωσης των εργαζομένων να γίνουν ακόμα χειρότεροι. Η συνεργασία μεταξύ των δυο αστικών τάξεων περιγράφεται στο άρθρο 14 της συμφωνίας, όπου γίνεται λόγος για δέσμευση περεταίρω ανάπτυξης της “διασυνδεσιμότητας” στη περιοχή και οικονομικής και επιχειρηματικής συνεργασίας στους τομείς της Ενέργειας, του περιβάλλοντος, της βιομηχανίας, των υποδομών, της διαμετακόμισης εμπορευμάτων και φορτίων, των επενδύσεων, του τουρισμού, του εμπορίου και των μεταφορών, προωθώντας την ευρωατλαντική πολιτική για ενεργειακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο: «τα δύο μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά στην Ενέργεια, ιδίως διά της κατασκευής, συντήρησης και χρήσης διασυνδεόμενων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου (υφιστάμενων, υπό κατασκευή και σχεδιαζόμενων) και όσον αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, περιλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών, της αιολικής και της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Πιθανά εκκρεμή ζητήματα θα αντιμετωπισθούν χωρίς καθυστέρηση, με τη σύναψη αμοιβαίως επωφελών διακανονισμών λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική και το ευρωπαϊκό κεκτημένο». (Ταξική Αντεπίθεση: Σχετικά με τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ και την ευρωατλαντική ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων, Ιούνιος 2018).
– Πατώντας πάνω στην ανάδειξη του «ονοματολογικού ζητήματος» ο εθνικιστικός εσμός (αν και διασπασμένος) κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, κατακτώντας μαζικό ακροατήριο μέσω συλλαλητηρίων. Μέσα σ’ αυτή τη μαζική εθνικιστική εξαλλοσύνη βρήκαν μπόλικο οξυγόνο να αναπνεύσουν διάφορες φασιστικές και νεοναζιστικές γκρούπες, οι οποίες το αμέσως προηγούμενο διάστημα βρίσκονταν υπό καθεστώς πίεσης και αλληλοφαγωμάρας. Στο πλαίσιο αυτό οι φασίστες πραγματοποίησαν τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia στη Θεσσαλονίκη, αλλά και επιθέσεις εναντίον καταλήψεων και αγωνιστών (ΕΚΧ Σχολείο, θέατρο Εμπρός, κατάληψη ΠΙΚΠΑ, επίθεση σε τούρκους αλληλέγγυους στον κομμουνιστή απεργό πείνας Τουργούντ Καγιά). Σε ένα άλλο επίπεδο, τα εθνικιστικά συλλαλητήρια δημιούργησαν έναν πόλο επανασυσπείρωσης στα δεξιά της ΝΔ, σε ένα χώρο που μετά τη χρεοκοπία του ΛΑΟΣ αναζητά ευκαιρία συμπαγούς πολιτικής έκφρασης με σκοπό να λειτουργήσει ως νέα ακροδεξιά τσόντα του αστικού πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, οι πολιτικές διεργασίες σε αυτόν το χώρo ανάμεσα στη ΝΔ και τη Χρυσή Αυγή είναι μακροχρόνιες και με ασαφή αποτελεσματικότητα.
– Από κινηματικής πλευράς υπήρξε θετικό το αντιφασιστικό αντανακλαστικό, το οποίο δημιούργησε ισχυρό ανάχωμα στην επιθετική προέλαση του εθνικισμού. Εκατοντάδες συντρόφισσες και σύντροφοι είτε με δημόσιες συγκεντρώσεις είτε με περιφρουρήσεις γειτονιών, καταλήψεων και αυτό-οργανωμένων χώρων κατάφεραν να σπάσουν τον εθνικιστικό μονόλογο στη δημόσια σφαίρα και να δώσουν ένα μήνυμα διεθνιστικής αλληλεγγύης ενάντια στον ρατσισμό, το μίσος και τον φασισμό. Την ίδια ώρα, όμως, εκφράστηκαν μεγάλες πολιτικές αδυναμίες, καθώς μεγάλα κομμάτια του κινήματος περιορίστηκαν στον αντανακλαστικό αντιφασισμό, χωρίς να εμβαθύνουν στα βασικά επίδικα της συμφωνίας των Πρεσπών. Δεν έλειψαν και οι φωνές που ομολογημένα ή ανομολόγητα έκλεισαν το μάτι στην κυβέρνηση, στηρίζοντας (φανερά ή με μισόλογα) τη συμφωνία των Πρεσπών.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Ταξική Αντεπίθεση από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή προσπάθησε να συσπειρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες κινηματικές δυνάμεις, μέσα από ανοιχτές διαδικασίες συνδιαμόρφωσης. Το πολιτικό πλαίσιο που έβαλε η ΤΑ επεκτάθηκε πέρα από τον αναγκαίο, αλλά περιορισμένο, αντανακλαστικό αντιφασισμό, βάζοντας στη δημόσια σφαίρα έναν αγώνα σε δυο μέτωπα: Από τη μία ενάντια στη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ και την ευρωατλαντική ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων και από την άλλη ενάντια στον εθνικιστικό και φασιστικό παροξυσμό. Τον αγώνα αυτό τον είδαμε ως ενιαίο και αδιαίρετο, όπως πολλάκις επισημάναμε ο εθνικισμός και ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θεωρούμε πως παρά τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας, η μάχη που δόθηκε αυτό το διάστημα άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη αγώνα και μια ευκαιρία να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.
Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών)